The Happy Prince, του Rupert Everett
The boy I love is up in the gallery,
The boy I love is looking now at me,
There he is, can’t you see, waving his handkerchief,
As merry as a robin that sings on a tree.
Η παρθενική σεναριακή και σκηνοθετική απόπειρα του ηθοποιού (που υποδύεται επίσης τον διάσημο συγγραφέα) μπορεί να καταδύεται σε ένα ζοφερό, πεσιμιστικό σύμπαν που υφαίνει (σαν εστέτ μοιρολόι) την βουβή οιμωγή του ερωτικού πόνου και της απώλειας, της εγκατάλειψης και της κοινωνικής απαξίωσης (ακολουθώντας, προϊόντος του χρόνου, μια μελαγχολική τροχιά) αλλά συγχρόνως εκτοξεύεται στα ουράνια από την συγκλονιστική, σπαραχτική ερμηνεία του Everett (που δημιουργεί – τηρουμένων των αναλογιών – συνειρμούς και ξυπνά μνήμες ανάλογες ενός Ντερκ Μπόγκαρντ στον Βισκοντικό «Θάνατο στη Βενετία» : ακόμη και το αντικείμενο του πόθου του προσιδιάζει με κείνο του τελευταίου στην ταινία).
Παραμερίζοντας τάχιστα το βαρύ προσθετικό μακιγιάζ (πιο εντυπωσιακό κι από κείνο του Όλντμαν στο “Darkest Hour”), παρασύρεσαι απ’ την σκοτεινή σαγήνη και την δίνη του Λόγου ενός ανθρώπου το πρόσωπο του οποίου δείχνει ανήμπορο να χειριστεί (πόσο μάλλον να συγκρατήσει) το βάρος της Πτώσης του. Ως άλλος διονυσιακός Φάλσταφ, λυγίζει διαρκώς (μέχρι να σωριαστεί εντελώς) απ’ την απόρριψη και τις «Καμπάνες του Μεσονυχτίου» (που τον καλούν κοντά τους). Τούτου λεχθέντος, ασφαλώς και δεν χρήζει ανάγκης να προστρέξει κανείς στον Σαίξπηρ εν προκειμένω. Ο Ουαϊλντιανός Λόγος στέκει εξίσου επαρκής και τιτάνιος και ο Everett τον εκφέρει σκορπώντας ρίγη πνιγηρής συγκίνησης, ματαιωμένης προσμονής και ανεπίστρεπτου, αλλοτινού μεγαλείου.
Ένας φανταχτερός, ατμοσφαιρικός καμβάς (πότε λουσμένος στο παστέλ και πότε πνιγμένος στη θολή παραζάλη) σε φλας μπακ γλιστρά απ’ τις παρυφές του νεκροκρέβατου του (καθηλωμένου από μηνιγγίτιδα) Ουάιλντ και σκορπίζει μνήμες νοσταλγικές αλλά κι επώδυνες, με Όχημα το λατρεμένο παραμύθι του «Ευτυχισμένου Πρίγκιπα» (που ο ήρωας διηγείται εναλλάξ πότε για καληνύχτα στα παιδιά του και πότε σε δυο παρισινά χαμίνια) και τις λυρικές εικόνες-αναγωγές που ξεχύνονται απ’ τις λέξεις του!
Σκηνές ενός εξαθλιωμένου, καταρρακωμένου Ουάιλντ που διασχίζει τους δρόμους-καταγώγια του Παρισιού με προορισμό τη βρώμικη, στενή σοφίτα του εναλλάσσονται (μέσω ευφυών υπαινιγμών) με στιγμές ευδαιμονίας σ’ ένα θεατρικό θεωρείο, στην πρεμιέρα του «Η σημασία του να είσαι σοβαρός» ή με πλάνα (αλλοτινής οικογενειακής ευτυχίας) της εγκαταλειμμένης πλέον συζύγου (Emily Watson) και των δυο του παιδιών.
Ο Everett αντλεί ώθηση και (σκηνοθετική) έμπνευση απ’ την εσωτερική κατάσταση του ήρωα, βρίσκοντας ευκαιρία να μας ταξιδέψει υπέροχα με την κάμερα κατά μήκος της γαλλικής ακτογραμμής μέσω του ταραγμένου, βάναυσα συνθλιμμένου ψυχισμού του. Ή ελάχιστα λεπτά πριν την (υπό μεθυστικό ντελίριο) κατάρρευσή του σε ένα άθλιο ταβερνείο, όπου επικρατεί πανδαιμόνιο. Σκηνές εσκεμμένης παραπλάνησης, αφού – κατά βάθος – κι η ίδια (η κάμερα) παραμένει εξίσου ερωτευμένη με το Αντικείμενο του Πόθου και της Πτώσης του τελευταίου : τον καλλίπυγο, αλαβάστρινο «Απόλλωνα» Λόρδο Ντάγκλας (Colin Morgan).
Ούτε καν οι παραινέσεις (και τελικά η …προδοσία) του ερωτευμένου μαζί του και αφοσιωμένου «Ρόμπι» (Edwin Thomas) – μελλοντικού διαχειριστή των πνευματικών του δικαιωμάτων – πως ενδεχόμενη επανασύνδεση με τον Λόρδο θα προκαλέσει την μήνη της συζύγου και την διακοπή του χρηματικού επιδόματος με το οποίο συντηρείται («…η συγχώρεση είναι για τους ερασιτέχνες κι εσείς, Όσκαρ, είστε επαγγελματίας μαζοχιστής», του λέει χαρακτηριστικά), στέκουν ικανές να τον κρατήσουν μακριά από μια τελευταία βουτιά-απόδραση στην εφήμερη, απομονωμένη ιταλική Εδέμ τους (στην οποία λαμβάνει χώρα κι ένα απ’ τα πιο χαριτωμένα επεισόδια του φιλμ).
Η μελαγχολία της (οριστικής) απώλειας των γιων του (που δεν πρόκειται να ξαναδεί) αντισταθμίζεται γρήγορα απ’ το ανυπόταχτο ορμέμφυτο λίγων ακόμη (ανυπόμονων) στιγμών απροσμέτρητης χαράς, απόλαυσης και ηδονής, που λειτουργούν (με αρωγό το εξαίσιο αισθητικό ταμπλό που στήνεται γύρω τους) ως τελευταία (Νεκρ)Ανάσταση! Είναι όμως η κατάληξη της υπέροχης ιστορίας του «Ευτυχισμένου Πρίγκιπα» εκείνη που νοηματοδοτεί το υπερβατικό στίγμα της αφήγησης με την υπόσχεση μιας μεταθανάτιας επούλωσης όλων των αβάσταχτων, αγιάτρευτων τραυμάτων.
Ο Ουάιλντ μπορεί να βαδίζει προς το τέλος, όμως η λιμνάζουσα λάμψη του σπινθηροβόλου πνεύματος και της ζωοδόχου πηγής σκιρτά – ακόμη και τότε – φευγαλέα στη θέα ενός καλοσμιλεμένου γλουτού ή ενός όμορφου προσώπου. Και τεκμηριώνει πλήρως το στοιχειωμένο, καταδικασμένο πάθος του για τον (κωλοπαιδαρά) Λόρδο. Αλλά το πιο σπουδαίο για το ίδιο το φιλμ, αυτό που θα το περάσει στο μέλλον στο πάνθεον των queer κομψοτεχνημάτων, είναι πως δεν αγιογραφεί ούτε ευνουχίζει τον ήρωά του. Θρηνεί μόνο αγέρωχα πάνω απ’ τις Στάχτες του Πάθους ενός αδάμαστου πνεύματος, που δεν τον εγκατέλειψε ούτε στην τελευταία ατάκα του νεκροκρέβατου: “This wallpaper and I are fighting a duel to the death. One of us has got to go“!
The Happy Prince, του Rupert Everett
Μεταφρασμένος Τίτλος: Ευτυχισμένος Όσκαρ
Είδος: Δράμα, Βιογραφία
Διάρκεια: 105'
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine