Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

The Mule, του Clint Eastwood

feature_img__the-mule-tou-clint-eastwood
Μια δεκαετία μετά το “Gran Torino”, o Clint Eastwood περνά και πάλι μπροστά από την κάμερα σε ταινία που σκηνοθετεί ο ίδιος (διατελώντας, επίσης, χρέη παραγωγού), μόνο που τούτη τη φορά δεν καταθέτει έναν στιβαρό αποχαιρετισμό στα όπλα, καταπίνοντας δαίμονες και αγγέλους του παρελθόντος. Αντιθέτως, σιγοτραγουδά –αναπολογητικά, απενοχοποιημένα και με πλήρη ξεγνοιασιά- μια μπαλάντα γλυκού κατευόδιου.

Ο -τότε- 78χρονος Clint, με το “Gran Torino”, είχε συντάξει τη διαθήκη του φιλμικού του alter ego, εξαϋλώνοντας την ίδια του την παρακαταθήκη. Με γροθιές σφιγμένες, μάτια βουρκωμένα, φωνή τρεμάμενη, αναμετρήθηκε με τα σκοτάδια που αναπόφευκτα ξεπροβάλλουν πίσω την κουρτίνα της λάμψης δεκαετιών. Δέκα χρόνια νωρίτερα, ο Clint απογύμνωσε την κληρονομιά του, στάλα προς στάλα, την στράγγιξε ολοκληρωτικά μέχρι να αφήσει το μόνο κατακάθι που μετρά: αυτό της σταδιακής υπόταξης του εσωτερικού κτήνους.

Ο 88χρονς Clint του σήμερα έχει πλέον ξεμπερδέψει μια και καλή με το άχθος του θρύλου, με τη βαριά και ασήκωτη στολή του μύθου, με την ιερή υποχρέωση να γκρεμίσει το είδωλο του εαυτού του. Δεν είναι αναγκαίο να απεκδυθεί οποιοδήποτε συμβολικού περιεχομένου τρόπαιο (βλέπε αυτοκίνητο στο “Gran Torino”), δεν νιώθει υποχρεωμένος να επανεξετάσει και να υπονομεύσει τα όσα τον είχαν ορίσει. Δεν αναζητά αυτού του είδους τη λύτρωση που τον οδηγεί να επιτάξει τα γαλόνια του στον βωμό μιας δοτικής θυσίας.

Πλέον, καβαλά το φορτηγάκι του με την ανακουφιστική συνειδητοποίηση ότι ο ανοιχτός δρόμος συνιστά, εδώ που φτάσαμε, αδιαπραγμάτευτο μονόδρομο. Όταν το δειλινό του χρόνου κοντοζυγώνει σε σημείο που σχεδόν μπορείς να το αγγίξεις, ακόμη και οι υπερβολικές αναψηλαφήσεις του νου και της καρδιάς είναι πολυτέλειες που δεν αρμόζουν στην περίσταση. Ο 88χρονος Clint τραγουδά τους στίχους που αγάπησε και αστειεύεται ατελείωτα (ειλικρινά, «Το Βαποράκι» διαθέτει 3-4 πανέμορφα αστείες σκηνές) με την ήρεμη πυγμή αυτού που έζησε τόσο πολύ και τόσο πολλά, ώστε να αναγνωρίζει τη σημασία τους όχι ονειροπολώντας αλλά ψαχουλεύοντας στα κιτάπια της μνήμης.

Αν σχηματίσατε, πάντως, την εντύπωση ότι ο Clint ενσαρκώνει ένα χαρακτήρα που δεν μετανιώνει για τίποτα, αυτό δεν ισχύει σε καμία των περιπτώσεων. Ο ήρωας του “The Mule” κουβαλά επώδυνες αποσκευές λαθών, παραλείψεων και σφαλμάτων, τις οποίες ποτέ δεν προτίθεται να ξεφορτωθεί ελαφρά τη καρδία. Απλούστατα, δεν υποπίπτει στην αυτολύπηση και έχει πλήρη συναίσθηση πως κανείς δεν ενδιαφέρεται πλέον για βαρύγδουπες και πομπώδεις τελετές αυτομαστιγώματος.

Σε αυτή τη στερνή στροφή, σημασία έχει να αποδίδεις σεβασμό σε όποιον τον κερδίζει με το σπαθί σου, Να σκαρώσεις κάποια σκόρπια συμβουλή, σχεδόν από το πουθενά, σε όποια χαμένη ψυχή έχει ανάγκη όχι από σένα ειδικά, αλλά από κάποιον γενικά. Να είσαι παρών έστω και την ύστατη στιγμή. Να συνεχίσεις να είσαι παραγωγικός και δημιουργικός, με όποιον τρόπο και ευκαιρία σου δοθεί, ακόμη κι αν είσαι εκτός των ορίων της χρηστής συμπεριφοράς. Να συμφιλιωθείς όχι μόνο με το ότι ο χρόνος γλιστρά σαν άμμος από τα χέρια, αλλά κυρίως με το ότι όσος χρόνος κι αν πέρασε, πάντα θα υπάρχει ευκαιρία για κάτι ακόμη, για κάτι παραπάνω, για μια μικρή διόρθωση, για ένα μικρό ξαλάφρωμα της ψυχής.

Ο Ερλ του “The Mule” είναι εύλογα κι αναπόφευκτα στα μαχαίρια με τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο της εποχής του, αλλά δεν θα τον αποκηρύξει με βδελυγμία σε καμία στιγμή. Διότι προτιμά να συνδιαλέγεται μαζί του και να ζει μέσα σε αυτόν, παρά να αφεθεί στην παρέα με τα φαντάσματα και τις θύμησες του παρελθόντος, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά σκιές στην ομίχλη. Ο Ερλ απεχθάνεται την πολιτική ορθότητα, σιχαίνεται το φαίνεσθαι και παλεύει να κρατήσει την ουσία: όπως το να βοηθά ολόψυχα χωρίς κανέναν δισταγμό ένα ζευγάρι Αφροαμερικάνων που έχουν την ανάγκη του, ανεξαρτήτως αν δεν τους απευθύνεται με την ξύλινη ορολογία της εποχής.

Στην κοσμοθεωρία του Ερλ, επομένως και του Clint, το παν είναι να εγκαθιδρύεις ένα κώδικα αλληλοεκτίμησης και συμπάθειας, να δίνεις χώρο και ευχέρεια σε αυτούς με τους οποίους συνδιαλέγεσαι να υπάρχουν και να λειτουργούν, από τη στιγμή που δεν σε θίγουν άμεσα ή προσωπικά. Ο κόσμος στον οποίο συνήθισε και διέπρεψε ο Clint αποκρυσταλλώνεται στο “The Mule”, όσο κι αν φαίνεται περίεργο ή αθέατο στην πρώτη ανάγνωση, στον χαρακτήρα που υποδύεται ο Andy García.

Ένας old school μεγαλοβαρόνος ναρκωτικών, ο οποίος συμβολίζει ένα θνήσκοντα κώδικα αξιών, ακόμη ακόμη, αν ιδωθεί η περσόνα του στο πλαίσιο μιας βιωματικής αλληγορίας, ένας φόρος τιμής για το παλιό και ντεμοντέ Χόλιγουντ των golden years του Clint. Βυθισμένο μεν στις υπερβολές και τη ματαιοδοξία του, πιθανότατα χωρίς καμία αληθινή επαφή με το ίδιο το σινεμά και τους δημιουργούς, αλλά διατεθειμένο να παραχωρήσει τη δέουσα ελευθερία κινήσεων και να αποδώσει τις πρέπουσες τιμές. Σε πλήρη αντίθεση, δηλαδή, με το νέο «καρτέλ», που ενδιαφέρεται μονάχα για την τήρηση προθεσμιών, χρονοδιαγραμμάτων και αντιπαραγωγικών κανόνων.

Στο φινάλε, πάντως, ο παλιός Clint θα κάνει και πάλι την εμφάνισή του, όχι απλώς ως κυματοθραύστης των θεσπισμένων απαγορεύσεων. Αλλά κι ως φορέας μιας αταλάντευτης προσωπικής ηθικής, ως μόνιμος αμφισβητίας της καθεστηκυίας απονομής δικαιοσύνης, ακόμη κι αν αυτή δείχνει πρόθυμη να φανεί επιεικής μαζί του. Με ένα ορθό-κοφτό «ένοχος», που σφραγίζει κάθε κουβέντα περί ελαφρυντικών παραπλάνησης, συγκυριακών δικαιολογιών και πρότερου ένδοξου παρελθόντος.

Σε αυτό τον κόσμο, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, τα λίγα είναι ζάχαρη και τα καθόλου μέλι. Κι η τελική ηθική ετυμηγορία οφείλει να είναι απλή κι ειλικρινής. Εξάλλου, το μέλλον είναι προδιαγεγραμμένο και πολύ πιο οριστικό και αμετάκλητο από κάποια τιμωρία. Ένα φευγιό που κοντοζυγώνει, χωρίς να φαίνεται εντούτοις απειλητικό.

The Mule, του Clint Eastwood
Μεταφρασμένος τίτλος: Το βαποράκι
Είδος: Αστυνομική
Διάρκεια: 116'

*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine

1
Μοιράσου το