The Place Beyond the Pines του Derek Cianfrance
Το φιλμ πραγματεύεται στην ουσία τρεις ιστορίες ανδρών, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους. Στο πρώτο μέρος παρακολουθούμε τον Handsome Luke (Ryan Gosling), περιθωριακό κασκαντέρ που βγάζει τα προς το ζην πραγματοποιώντας τον «γύρο του θανάτου» σε περιοδεύον λούνα παρκ, ώσπου κάποια στιγμή μαθαίνει ότι έχει γιο και αποφασίζει να αποτελέσει κομμάτι της ζωής του. Στο μονοπάτι της ζωής του Luke (και στο δεύτερο μέρος της ταινίας) μπαίνει ο Avery Cross (Bradley Cooper), αστυνομικός με αξίες που προσπαθεί να ξεφύγει από τη διαφθορά του τμήματος του. Έτσι καταλήγουμε στο τρίτο και τελευταίο μέρος, στο οποίο οι γιοί των πρωταγωνιστών ξεκινώντας από ξεχωριστές αφετηρίες συναντιούνται, ακολουθώντας τα μετέωρα βήματα των πατεράδων τους.
Στη συνέχεια δεν μπορούμε παρά να θαυμάσουμε τις εξαιρετικές ερμηνείες όλου του καστ. Ο Gosling συνεχίζει στο μοτίβο του μοναχικού λύκου που γνωρίσαμε στο “Drive”, μιλώντας όπου χρειάζεται και εκμεταλλευόμενος στο έπακρο την εκφραστικότητά του. Η ερμηνεία του Cooper αποτελεί την καλύτερη απόδειξη ότι όσα μας φανέρωσε στο “Silver Linings Playbook” δεν ήταν απλά ένα πυροτέχνημα. Ακόμα και η Eva Mendes φαίνεται να έχει πάρει τα πάνω της, δίχως να πτοείται από το τσαλάκωμα της εικόνας της. Επίσης, η ευχάριστη παρουσία του σχεδόν ξεχασμένου Ray Liotta σε ρόλο που του ταιριάζει γάντι, δημιουργεί μόνο χαμόγελα.
Η ένσταση μας έγκειται στο σενάριο της ταινίας, το οποίο είναι άνισο. Το πρώτο μέρος είναι συναρπαστικό, μαεστρικά σκηνοθετημένο και με την απαραίτητη κορύφωση που συγκλονίζει. Ιδιαίτερα η εναρκτήρια σεκάνς, όπου η κάμερα ακολουθεί τον Gosling να πηγαίνει στο χώρο που θα εκτελέσει το νούμερο με τη μηχανή, αποτελεί το ωραιότερο φετινό ξεκίνημα ταινίας. Αντιθέτως στο δεύτερο μέρος οι ρυθμοί πέφτουν, η ιστορία γίνεται κοινότυπη και ο Cooper όσο καλός κι αν είναι, δεν μπορεί να συγκριθεί με την ηλεκτρισμένη παρουσία του Gosling που προηγήθηκε. Έτσι λοιπόν φτάνουμε στο τρίτο μέρος της τεράστιας σε διάρκεια ταινίας (140 λεπτά) για να παρακολουθήσουμε την ιστορία των δυο γιων. Η αίσθηση που μου άφησε το συγκεκριμένο κομμάτι είναι «άντε να πούμε αυτά που θέλουμε, να τελειώνουμε». Το ενδιαφέρον μειώνεται δραματικά, οι κορυφώσεις απουσιάζουν εντελώς και το μόνο που μένει είναι τα πανέμορφα πλάνα και η φιλότιμη προσπάθεια των πιτσιρικάδων να σηκώσουν το βάρος του φιλμ.
Πέρα από την σεναριακή κάθοδο της ταινίας, υπάρχουν άφθονοι προβληματισμοί και νοηματοδοτήσεις που την καθιστούν κάτι παραπάνω από ικανοποιητική. Οι σχέσεις πατέρα-γιου, οι αμαρτίες γονέων που πληρώνουν τα παιδιά, ο κοινωνικός αποκλεισμός, οι διαφορετικές πορείες που διασταυρώνονται, η συγχώρεση, η εκδίκηση, η εμμονή, η διαφθορά, η αντιμετώπιση του θανάτου, η λύτρωση, το νέο ξεκίνημα. Όλα αυτά δίνονται στον θεατή με κομψό τρόπο, δίχως να τον κατευθύνουν σε βιαστικά συμπεράσματα.
Τέλος, μην ξεχνάμε το βασικότερο. Το μεγάλο χειροκρότημα που χρωστάμε σε δημιουργούς όπως ο Cianfrance, που τολμούν να ρισκάρουν και να πειραματιστούν. Θα ήταν αφάνταστα εύκολο να μας δώσει ένα δεύτερο “Blue Valentine”. Προτίμησε όμως να κολυμπήσει σε άγνωστα νερά. Και παρόλο που υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η ταινία να μην σου αρέσει, δεν μπορείς παρά να αναγνωρίσεις τις τίμιες προθέσεις του δημιουργού της.