The Revenant, του Alejandro González Iñárritu
Μεγάλο κομμάτι της συζήτησης γύρω από την ταινία απέσπασε φυσικά η ερμηνεία του Λεονάρντο Ντι Κάπριο, που κέρδισε την υποψηφιότητα για Όσκαρ, και μάλλον το 2016, αναμένεται επιτέλους να σπάσει η κατάρα που τον ακολουθεί και να κρατήσει επιτέλους στα χέρια του το βαρύτιμο χρυσό αγαλματάκι.
H Ιστορία εκτυλίσσεται στον χιονισμένο αμερικανικό Βορρά, όπου μια ομάδα βυρσοδεψών δέχεται επίθεση από μια τοπική ινδιάνικη φυλή. Ο Γκλας, που υποδύεται ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο, είναι μέλος αυτής της ομάδας και λίγο αργότερα, ανιχνεύοντας την περιοχή, θα πέσει θύμα βίαιης επίθεσης από μια αρκούδα, θα εγκαταλειφθεί από τους συντρόφους του και θα δει τον γιο του να δολοφονείται στα χέρια του John Fitzgerald (άκα Τομ Χάρντι), ο οποίος θα τον αφήσει ημιθανή στο δάσος. Ο Γκλας θα ορκιστεί εκδίκηση και πλέον θα πρέπει να παλέψει για την επιβίωσή του κάτω από συνθήκες θανατηφόρου κρύου και ενός αφιλόξενου δάσους, όπου φυλές Ινδιάνων περιπολούν την περιοχή.
H σκηνοθετική βιρτουοζιτέ του Ινιαρίτου είναι το στοιχείο που ξεχωρίζει, αρχικά και κατά κύριον λόγον, στην «Επιστροφή». Η εναρκτήρια σκηνή με την επίθεση των Ινδιάνων είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο δείγμα της τεχνικής ικανότητας, αλλά και της σκηνοθετικής μαεστρίας του Ινιαρίτου. Ένα μονόπλανο συνεχούς κίνησης, γεμάτο ένταση, που ζωντανεύει τη βία και την αγριότητα της μάχης, προκαλώντας αυθεντικό τρόμο, με την κάμερα να γλιστράει ανάμεσα σε άντρες που παλεύουν άγρια και σιωπηλά για τη ζωή τους, πτώματα που κείτονται με μάτια ορθάνοιχτα από την έκπληξη του απροσδόκητου φονικού και βέλη που περνάνε ξυστά από χαμηλωμένα κεφάλια.
Είτε φέρνει την κάμερα κοντά στα ταλαιπωρημένα πρόσωπα των πρωταγωνιστών του είτε ανοίγει τα πλάνα του καταγράφοντας την απεραντοσύνη και την παντοδυναμία της φύσης, ο Ινιαρίτου δεν παύει να προκαλεί σκηνοθετικό δέος καθόλη τη διάρκεια της ταινίας. Ακολουθώντας, στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, από κοντινή απόσταση τον Ντι Κάπριο, η κάμερα καθίσταται σχεδόν ως επέκταση του σώματός του, καθώς αυτός κινείται με τεράστια δυσκολία ανάμεσα από ποτάμια, βουνοπλαγιές και χιονισμένες πεδιάδες. Δεν αφήνει λεπτό την ένταση να χαλαρώσει, αφού η κάμερα χορεύει με μανιακή ταχύτητα αλλά και εξαιρετική ακρίβεια ανάμεσα και γύρω από τους χαρακτήρες και διασχίζει το φυσικό τοπίο με μια χάρη που σε κάνει να πιστεύεις ότι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του. Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει η εξαιρετική δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας Emmanuel Lubezki, που, επιβάλλοντας μια παγωμένη οργανική αίσθηση της φωτογραφίας, μεταφέρει αποτελεσματικά το παγωμένο κλίμα μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα.
Όλα αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαν να υπονομευτούν από μια μέτρια πρωταγωνιστική ερμηνεία, αλλά όπως αναφέραμε και πριν, η ερμηνεία του Ντι Κάπριο, πέρα από προφανές selling point της ταινίας, είναι εξαιρετική. Με ελάχιστους διαλόγους, πολλά γρυλίσματα και ουρλιαχτά, αλλά και συγκλονιστικές εκφράσεις πόνου, ο Ντι Κάπριο κοινωνεί τον πόνο, την απόγνωση αλλά και το παθιασμένο μίσος για εκδίκηση που νιώθει ο χαρακτήρας του. Σε μια ερμηνεία υπολογισμένα και προβλέψιμα οσκαρική, αλλά και αξιοθαύμαστη (για να μην είμαστε και απόλυτα κυνικοί), αν αναλογιστεί κανείς πόσο εύκολα θα μπορούσε να καταλήξει μανιέρα ή, ακόμα χειρότερα, να παραδοθεί σε μια ροπή προς το γελοίο.
Η «Επιστροφή» είναι μια ιστορία που επικεντρώνεται στην πάλη του ανθρώπου με τη φύση και την επικράτησή του, όχι μέσω της κατάκτησης, αλλά της άνευ όρων παράδοσης σε αυτή. Ωστόσο, παρότι ο Ινιαρίτου καταφέρνει να καταγράψει την πάλη αυτή με εξαιρετική λεπτομέρεια και αξιοθαύμαστη τεχνική αρτιότητα, δεν φαίνεται να προσφέρει κάτι παραπάνω στο τελευταίο πόνημά του. Ο Γκλας δεν ζει κάποιο υπαρξιακό ταξίδι που τον μεταμορφώνει, που θα μπορούσε, για παράδειγμα, να τον κάνει να ξανασκεφτεί την έννοια της εκδίκησης που έχει καρφωθεί στο μυαλό του. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, η «Επιστροφή» λειτουργεί εξαιρετικά μονό-επίπεδα, δεν βλέπεις κάτι το πραγματικά σπουδαίο, πέραν του, επιβλητικά και εκθαμβωτικά όμορφου, περιτυλίγματος της ταινίας. Ο Ινιαρίτου κάνει ένα ωραιοπαθές και μονοσήμαντο σινεμά που εντυπωσιάζει με την τεχνική του χάρη, αλλά δεν οδηγείται από το κίνητρο της αφήγησης μια σπουδαίας ιστορίας όσο από την εντυπωσιακότερη- αλλά εντέλει κενή- επίδειξη ικανοτήτων.
Έπειτα, δεν μπορεί κανείς παρά να προβληματιστεί από τη μάλλον αμφίβολη απεικόνιση ινδιάνικων φυλών στο φιλμ που παρουσιάζονται λίγο-πολύ ως δίκαιοι μεν, αλλά και ως υπέρ-βίαιοι και βάναυσοι εκδικητές που θα κάνουν τα πάντα για να πάρουν πίσω τη γη τους. Μέσα στην (εξαιρετικά προβλέψιμη και ελάχιστα πρωτότυπη παρεμπιπτόντως) ιστορία εκδίκησης του τελευταίου μέρους, χάνονται όλες οι προηγούμενες νύξεις αποστροφής απέναντι σε μια προ-καπιταλιστική κοινωνία που είχε ήδη αρχίσει να θεοποιεί το κέρδος, καθιστώντας αυτό ως αυτοσκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης, απέναντι σε μια επιστροφή στις αξίες της αρμονικής συμβίωσης με το φυσικό και την επιβίωση μέσα από από την παράδοση σε μια πασιφιστική αρμονία και πνευματικότητα.
Εν τέλει, το “Revenant” φαίνεται καταδικασμένο να πρωταγωνιστήσει στην οσκαρική κούρσα, αν μη τι άλλο και για την καλύτερη ερμηνεία της χρονιάς. Ο Ινιαρίτου παραδίδει και πάλι ένα δημιούργημα που προκαλεί δέος με το σκηνοθετικό του μεγαλείο και την τεχνική και αισθητική του αρτιότητα. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορεί παρά να ερμηνευτεί ως μια απλοϊκή και ελάχιστα πρωτότυπη αφηγηματική κατασκευή που χαρακτηρίζεται από την εμμονή του Ινιαρίτου να αποδώσει τον ανθρώπινο πόνο με όσο το δυνατόν πιο εντυπωσιακό και εκκωφαντικό τρόπο, αντί να στραφεί σε πιο εσωτερικές αφηγήσεις, όπως στα εξαιρετικά «21 γραμμάρια» του.
The Revenant («Η επιστροφή»), του Alejandro González Iñárritu
Διάρκεια: 135 λεπτά
Είδος: Δράμα