The Sessions
Μιλάμε λοιπόν για μία ταινία που καταπιάνεται με ένα θέμα εκ φύσεως δύσκολο και επικίνδυνο να εξιστορηθεί. Κυρίως λόγω του γεγονότος, ότι ως επί το πλείστον οι ταινίες του είδους αρκούνται στην μελοδραματική προβολή του πρωταγωνιστή που παλεύει με την αρρώστια/αναπηρία του, ώστε να προκαλέσουν τον οίκτο και τη συγκίνηση του θεατή. Εδώ τα πράγματα ευτυχώς είναι τελείως διαφορετικά. Η ταινία είναι γεμάτη ευθύτητα, χιούμορ και ειλικρίνεια. Ο σκηνοθέτης προβάλλει τους χαρακτήρες, στοχεύοντας στην εξερεύνηση του ψυχισμού και των συναισθημάτων τους κατά τη διάρκεια των συνεδριών. Δεν υπάρχει ούτε ένα καρέ επιτηδευμένου οίκτου. Αντιθέτως, δεν μπορούμε παρά να νιώσουμε θαυμασμό για τον πρωταγωνιστή και την τρυφερή προσπάθειά του να γνωρίσει το σαρκικό έρωτα.
Στα παραπάνω συμβάλλει τα μέγιστα η καθηλωτική ερμηνεία του John Hawkes (οι φαν των τηλεοπτικών σειρών, τον έχουν απολαύσει στο αριστουργηματικό “Deadwood”). Χρειάζεται αληθινό υποκριτικό θάρρος και ταλέντο ώστε να καταφέρει ένας ηθοποιός να σηκώσει μια ολόκληρη ταινία στις πλάτες του. Πόσο μάλλον, όταν καθ’όλη τη διάρκεια της, βρίσκεται καθηλωμένος σε ένα κρεβάτι σύμφωνα με τις επιταγές του ρόλου. Ο Hawkes τα καταφέρνει θαυμάσια. Ενσαρκώνει ένα χαρακτήρα γεμάτο ανθρωπιά, θέληση και κουράγιο. Το βλέμμα του μας μαγνητίζει όπως και η αγνή, σχεδόν ψιθυριστή φωνή του. Όχι μόνο δεν υπάρχει καμία στιγμή που να μας ζητά συμπόνια ή λύπηση αλλά η ερμηνεία του μας καλεί να χαμογελάσουμε στα κωμικοτραγικά συμβάντα των ερωτικών εμπειριών του. Και το σημαντικότερο: κατορθώνει μέσα από τη ζεστή ερμηνεία του να υπερκεράσει τη φανερή αδυναμία της Helen Hunt να δώσει το κάτι παραπάνω στην προσδοκώμενη χημεία τους.
Συνοπτικά, θεωρώ ότι πρόκειται για μια προσεγμένη ταινία. Από τη διάρκεια της (κρατάει ακριβώς όσο πρέπει, ώστε να μην κουράσει) και το υπέροχο καστ (είπαμε, εξαίρεση η Helen Hunt) μέχρι την φρέσκια προσέγγιση της θεματικής. Γλυκόπικρη, αστεία, αληθινή, απελευθερωτική και με μια αναγκαία τρυφερή αφέλεια. Αξίζει τον κόπο.