The Seventh Seal, του Ingmar Bergman
Ο Αντόνιους Μπλοκ, ιππότης που υπηρέτησε στις σταυροφορίες επί μία δεκαετία, επιστρέφει στην πατρίδα του, αποκαμωμένος και εξαντλημένος. Συνοδευόμενος από τον ιπποκόμο του Γιονς, συναντά ένα τοπίο μεταποκαλυπτικό, καθώς, κατά την απουσία του στους Άγιους Τόπους, η βουβωνική πανώλη είχε θερίσει την περιοχή και είχε σκορπίσει παντού παραμορφωμένα πτώματα. Αντί, λοιπόν, για την υποδοχή την οποία προσδοκούσε, συναντά τον ίδιο τον -προσωποποιημένο- Θάνατο και αντιλαμβάνεται ότι έχει έρθει να τον προσθέσει στη μακρά συλλογή του.
Δίχως διάθεση εξαπάτησης ή εμπαιγμού του απόκοσμου επισκέπτη, αλλά για να κερδίσει χρόνο προκειμένου να βρει απαντήσεις στη θεϊκή σιωπή που ταλανίζει τη σκέψη του, ακόμα και αν αυτό σημαίνει να προβεί σε μία και μόνη πράξη φορτισμένη με ένα κάποιο νόημα, ο Αντόνιους προκαλεί τον Θάνατο σε μία παρτίδα σκάκι και Αυτός δέχεται. Αν ο ιππότης κερδίσει, αναβάλλεται το τέλος του, ενώ αν ηττηθεί, παραδίδει την ψυχή του στον Θεριστή. Για όσο διαρκεί η πατρίδα, ο Θάνατος υπόσχεται να μην τον πάρει μαζί του για το τελευταίο ταξίδι.
Το σκακιστικό παιχνίδι είναι το πρώτο σύμβολο, η φιλοσοφική οικία εντός της οποίας αναπτύσσονται οι στοχασμοί του Bergman. Η πεπλανημένη θεώρηση του ανθρώπου ότι δικαιούται να αψηφά τη θνητότητά του με τα κάθε λογής επιτεύγματά του, είτε αυτά είναι ακραιφνώς λογικά, όπως η επιτυχία στο σκάκι (στρατηγική, σχεδιασμός, ιατρική/επιστημονική πρόοδος που παρατείνει απλά το «μαρτύριο») είτε πνευματικά/συναισθηματικά (μία καλλιτεχνική δημιουργία που θα υπερβεί την ίδια την σύντομη ύπαρξη του καλλιτέχνη). Ωστόσο, ο Άνθρωπος είναι ένα πεπερασμένο ον εντός ενός άπειρου συνόλου, a priori καταδικασμένο να διάγει έναν βίο με εξαντλητική γραμμικότητα και να τελεί σε αδυναμία να αποδεχτεί το αναπόδραστο τέλος του. Πρόκειται για ένα θλιβερό παιχνίδι με προκαθορισμένη έκβαση υπέρ του Θανάτου, το οποίο όμως διαθέτει ακαθόριστη διάρκεια. Αυτό από μόνο του δείχνει τον δρόμο στον εγκλωβισμένο υπαρξιστή Αντόνιους: το νόημα, η απάντηση στην εκκωφαντική σιγή του θεού πρέπει να αναζητηθεί κατά τη διάρκεια της πατρίδας -δηλαδή της ζωής- και όχι στο τέλος της. Η προσμονή για ουράνιες απαντήσεις είναι εξίσου μάταιη με έναν οιονεί νοηματοδοτημένο θάνατο, αφού ο ίδιος ο μπεργκμανικός Θάνατος δηλώνει απερίφραστα: «I have no secrets. I am unkowning».
Μετά το πρώτο μέρος της πατρίδας, ο ιππότης και ο ιπποκόμος εισέρχονται σε μία εκκλησία, όπου συναντούν έναν ζωγράφο της εποχής, ο οποίος φιλοτεχνεί μία τοιχογραφία. Είναι ο χορός τους θανάτου, μία έκφανση της ιδιαίτερα δημοφιλούς στον μεσαίωνα θεματολογίας του memento mori. Κατά τον Bergman, ο καλλιτέχνης αυτής της απολίτιστης, αμόρφωτης εποχής, υπάρχει για να θυμίζει στους ανθρώπους το τέλος που τους περιμένει και το οποίο βλέπουν παντού γύρω τους κατά τον αιώνα του Μαύρου Θανάτου. «Ένα κρανίο είναι πιο ενδιαφέρον από ένα γυναικείο σώμα», αναφέρει ο ζωγράφος, καταδεικνύοντας τον πυρήνα της (χριστιανικής) θρησκείας. Ο ιδεώδης υποτακτικός πιστός είναι άνθρωπος θεοφοβούμενος, χειραγωγήσιμος χάριν στο φόβο του για το Επέκεινα, πρόθυμος να απεμπολήσει κάθε χαρά μπροστά στο δέος. Αυτή είναι η θρησκεία που κυβερνούσε στην Ευρώπη του μεσαίωνα, αυτή είναι που γνώρισε έξι αιώνες μετά και ο Bergman.
Μπορεί η μεσαιωνική τέχνη να αποτελεί φανερή επιρροή στην όψη της «Έβδομης Σφραγίδας», η σχέση του φιλμ όμως με την εποχή στην οποία διαδραματίζεται είναι σαφώς εντονότερη. Εν έτει 1957, η μυθική μεσαιωνική ιστορία που αφηγείται ο Bergman απηχεί την απειλή του πυρηνικού ολέθρου (οι εικόνες καταστροφής από την πανούκλα που συναρτώνται με τους ψυχροπολεμικούς φόβους εξαΰλωσης του κόσμου) που ακολουθούσε τότε έναν παράλογο, πολύνεκρο πόλεμο (οι σταυροφορίες που παίρνουν εδώ τη θέση του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου). Εκμεταλλευόμενος τον αυστηρό ρυθμό και το δέος που περιβάλλει την εποχή στην οποία εκτυλίσσεται το έργο του, ο Σουηδός μιλά για το δικό του παρόν, αυτό που στέκει ένα βήμα από την Αποκάλυψη, λίγες μόνο στιγμές αφότου έχει φανερωθεί το αγριότερο πρόσωπο του ανθρώπινου τέρατος.
Εντός αυτού του πλαισίου λοιπόν, ο Αντόνιους Μπλοκ καλείται να έρθει αντιμέτωπος με την προαιώνια σιωπή του θεού ενώ βρίσκεται στο κατώφλι του Θανάτου. Και ωθείται σε μία σπαρακτική εξομολόγηση, την οποία μάλιστα αδυνατεί να φέρει εις πέρας, αφού έχει αντικρίσει τη φρίκη με τα μάτια του και η ψυχή του έχει πετρώσει. Αδυνατεί να ζητήσει πίστη, δεν του αρκεί πλέον, αφού η πίστη ήταν που τον ώθησε στο μεγαλύτερο σκότος, αυτό του πολέμου εν ονομάτι του θεού. Έχει ανάγκη από απαντήσεις, από στέρεη γνώση, θέλεις να συναντήσει τον θεό βιωματικά και στρέφει το φθονερό του βλέμμα σε ένα αγαλματίδιο του Χριστού, δηλώνοντας ότι θέλει αυτό που Εκείνος διέθετε: μία ευθεία δίοδο επικοινωνίας με τον θεό. Και αν τούτο είναι αδύνατο, επιθυμεί να σκοτώσει τον θεό μέσα του ώστε να απαλλαγεί από το βάρος της σιωπής του. Κι αν θεός δεν υπάρχει ώστε να απαντήσει ή να φονευθεί, οι αδαείς τον πλάθουν από τον φόβο των πολλών, τον Θάνατο, ο οποίος όμως υπάρχει ανεξαρτήτως της έλλειψης θεού, σαν (εδώ ενσαρκωμένο) βιολογικό φαινόμενο της φύσης. Δεν υποχρεούται να φέρει απαντήσεις, ούτε και το επιθυμεί. Η αποστολή του είναι άλλη. Ακόμα και η συμμαχία του με όσους εις το όνομα του φτιάχνουν θρησκείες δεν τον αφορά. Αυτός απλά κουβαλά ψυχές όταν έρθει η στιγμή, είτε αυτές βασανίζονται από την έλλειψη απάντησης εκ μέρους του θεού, είτε όχι. Η μεταφυσική του είναι τελικά η μόνη ασφαλής φυσική μίας ζωής δίχως συνεκτικό ιστό και ενιαίο νόημα.
Ο ιππότης δεν μπορεί να ακούσει τον θεό πουθενά: οι τοπικές δοξασίες των φανατικών χριστιανών του προκαλούν αποτροπιασμό. Ο Θάνατος αρνείται οποιαδήποτε απάντηση. Ακόμα και η απελπισμένη προσπάθειά του να προσδιορίσει τον θεό μέσω του διαβόλου πέφτει στο κενό, όταν στα μάτια της μελλοθάνατης «μάγισσας» που οι ζηλωτές του θεού ετοιμάζονται να παραδώσουν στην πυρά βλέπει μόνο το κενό, τον φόβο πριν το μεγάλο, οριστικό φινάλε. Όπως ομολογεί στον ίδιο στον Θάνατο (χωρίς να το γνωρίζει), είναι παγιδευμένος ανάμεσα στον κλονισμό της πίστης του και στην αδυναμία του να απαλλαγεί οριστικά από τα δεσμά της. Το οδοιπορικό του πλαισιώνεται από τον ιπποκόμο Γιονς, με τον οποίο συγκροτεί ένα αντιθετικό δίπολο. Ο μαστιζόμενος από τα θεολογικά αδιέξοδα ιππότης, ιδεαλιστής και ασκητής από τη μία, ο συνειδητοποιημένα άθεος, κυνικός και ηδονικός ακόλουθός του από την άλλη. Και η διαδρομή τους θα παρέμενε σπαρακτικά γεμάτή από τη σιωπή του θεού, αν οι δύο άνδρες δεν συναντούσαν έναν περιφερόμενο θίασο και ειδικότερα μία τριμελή οικογένεια, χάριν στην οποία ο Αντόνιους Μπλοκ ήρθε τελικά σε επαφή με αυτό που στα ταλαιπωρημένα μάτια του έμοιαζε με θαύμα: την αγάπη.
Δίπλα στον Γιοφ, τη Μία και τον μικρό Μάικλ, λοιπόν, ο ανήσυχος ιππότης θα γνωρίσει (ίσως θα θυμηθεί, καθώς υπονοείται ότι πριν την ανίερη εκστρατεία υπήρξε ευτυχής) τη στιγμιαία θαλπωρή, μία τόσο απλή συνθήκη ικανή να απαντήσει, ακόμα και αν ο ίδιος δεν το αντιλαμβάνεται στην ολότητά του, σε όλα τα υπαρξιακά του άγχη. Και αυτή η ικανότητα έγινε τελικά όντως πράξη ∙ η στιγμή της μετάληψης, η εμβληματική σεκάνς με τις άγριες φράουλες, τους καρπούς του πνεύματος, και το γάλα, το σύμβολο της παιδικής αθωότητας, τίκτει τη λύση στο αδιέξοδό του. Άνθρωποι όπως οι δύο διασκεδαστές και το τέκνο τους, απαλλαγμένοι από τα προαιώνια ερωτήματα στα οποία μόνη ικανοποιητική απάντηση φαντάζει η κατάργησή τους, η μη τοποθέτησή τους στον πνευματικό άξονα, διδάσκουν με την απλότητά τους ότι ο Θεός τον οποίο αναζητά ο Αντόνιους στους ουρανούς, στρέφοντας την απόγνωσή του ψηλά, μπορεί να κατοικεί στον ενδιάμεσο χώρο μίας ανθρώπινης συνάντησης, στο απόγευμα μίας ηλιόλουστης -θαρρεί κανείς πως το φως που λούζει το σταθμευμένο προσωρινώς καραβάνι είναι αγγελικό, σε αντίθεση με το αυστηρό φως που μαστιγώνει τον Μπλοκ κατά την υπόλοιπη πορεία του- μέρας γεμάτης συντροφικότητα και αγνότητα.
Μπορεί αυτός ο Θεός να είναι πολύ μακριά από την παντοδύναμη εικόνα και την εκφοβιστική δύναμη του καθολικού, να μη διαθέτει απαντήσεις σε υπαρξιακά ερωτήματα, να είναι τόσο εύκολα προσπελάσιμος από όποιον δεν τον αναζητά και να ωχριά μπροστά στην απόκοσμη όψη του Θανάτου, όμως σε αντίθεση με τον άλλον που οδήγησε τον ιππότη αντίκρυ στη φρίκη του πολέμου, τούτος ο Θεός τον εμπνέει. Είναι αυτή η στιγμή, η απλοϊκή θεϊκή εμφάνιση που αναζητούσε ο Μπλοκ, που του προσφέρει τη λύση και νοηματοδοτεί την μέχρι τότε άσκοπη παράταση του βίου του. Όχι, το σύμπαν δεν είναι κενό θεού, λέει ο Μπέργκμαν, αλλά ο Θεός κατοικεί στις μικρές στιγμές που συνήθως κανείς αψηφά. Αυτή η μυστηριώδης εξαγνιστική μετάληψη αρκεί για να κάνει τον ιππότη να πάρει την απόφαση που οδηγεί σε εκείνη τη μία νοηματοδοτημένη ενέργεια, τη θυσία.
Ο Γιοφ και η Μία είναι η ελπίδα, δίχως συνείδηση του φορτίου που αυτό κομίζει. Είναι απλοί και παραμένουν τέτοιοι ακόμα και μπροστά στη θέα του Θανάτου επί τω έργω ∙ είναι αγνοί και ελεύθεροι, ο, τι ακριβώς δεν είναι ο Μπλοκ, που παραμένει έρμαιο των αδιεξόδων του. Γνωρίζοντας ότι δεν μπορεί να ακολουθήσει το παράδειγμά τους, εξαπατά τον θάνατο και προτάσσει τον δικό του τέλος για να τους γλυτώσει από τη μοιραία κατάληξη. Παραιτείται από το δικό του παιχνίδι με τον Θάνατο, ηττάται στην απατηλή παρτίδα, προκειμένου να εξασφαλίσει τη σωτηρία της οικογένειας. Και αυτό του παρέχει το δικαίωμα να δηλώσει ευθαρσώς στον Θάνατο ότι η παρτίδα αυτή στην πραγματικότητα είχε δύο νικητές, έναν προδιαγεγραμμένο και έναν πραγματικό, έναν που πήρε αυτό που σίγουρα του ανήκε και έναν που βρήκε αυτό που αναζητούσε στο πιο απίθανο μέρος.
Η «Έβδομη Σφραγίδα» βρίθει συμβόλων, τα οποία εντάσσονται σε μία δωρική, αυστηρή αφήγηση και ένα αισθητικό πλαίσιο που φαντάζει σαν αληθινός μεσαιωνικός πίνακας. Είναι ένα road movie (!) αποκαλυπτικής αύρας και καθηλωτικής ασπρόμαυρης όψης υψηλών αντιθέσεων που καθοδηγεί το θυμικό του θεατή. Παράλληλα, οι στομφώδεις διάλογοι δίνουν στο μπεργκμανικό φιλμ μία αίσθηση επικής ποίησης, μία μεταφυσική αλληγορία με περιεχόμενο θεολογικό και παραμορφωμένα χριστιανικό ∙ ο Αντόνιους Μπλοκ μαζεύει γύρω του ακολούθους σαν άλλος Ιησούς, μόνο που δεν έχει τίποτα να διδάξει διότι έχει ήδη συνθλιβεί ανάμεσα στη σιωπή του θεού, το έλλειμα της πίστης και την ανάγκη για γνώση. Η οικογένεια που φωτίζει το ερεβώδες χάος της νοητικής διαδρομής του ομοιάζει με την Αγία Οικογένεια. Ο Ιππότης και οι ακόλουθοί του απολαμβάνουν τον μυστικό δείπνο τους πριν παραδοθούν στην πάγκοινη μοίρα και, λίγο πριν πέσει η αυλαία στο ταξίδι τους (μία ακόμα αλληγορική σύνθεση που περιγράφει το ταξίδι της ζωής), βιώνουν την έναρξη της αληθινής σιγής, όπως περιγράφεται στο βιβλίο της Αποκάλυψης, την αποσφράγιση της έβδομης σφραγίδας, και τη στιγμή εκεί τα μόνα λόγια που χρήζουν εκφώνησης είναι κι αυτά χριστιανικά: «Τετέλεσται». Κι αν ο Ιππότης λυγίζει τη ύστατη ώρα, όπως άλλωστε και ο Χριστός στον σταυρό («Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί»), και εξακολουθεί να αναζητά τον θεό, ο κυνικός ιπποκόμος είναι εκεί για να του θυμίσει πως, μέσα από τις μύριες όσες αντιξοότητες, τελικά επέτυχε, γιατί ακριβώς η ίδια η ζωή είναι αυτοσκοπός και δεν αναμένει το τέλος της για να βρει νόημα.
Και ότε ο Αμνός ήνοιξε την σφραγίδα την εβδόμη… εγένετο σιγή εν ουρανώ
Μαζί με τον θεατή, τον εμβληματικό τελευταίο χορό, το παροιμιώδες danse macabre που συνιστά μία από τις πιο ξακουστές εικόνες της μπεργκμανικής φιλμογραφίας, παρατηρεί και ο διασωθείς Γιοφ. Ένας καλλιτέχνης που βλέπει οράματα, βλέπει τον Θάνατο, και αντί να τσακίζεται, εμπνέεται. Αντιπαρέρχεται τον εμπαιγμό της συντρόφου του, κοιτά στοργικά την υπέροχη οικογένειά του, και συνεχίζει να ζει ανάμεσα σε φόβους, μισαλλοδοξίες και εξτρεμισμούς. Και χάρη σε αυτόν δικαιώνεται και ο τεθνεώς ιππότης, που βρήκε τον Θεό στην ανθρώπινη καλοσύνη και στην τόσο σπουδαία ικανότητα του ανθρώπου να αγαπήσει και να αγαπηθεί.
The Seventh Seal, του Ingmar Bergman
Διάρκεια: 96′
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine