Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

The Silence, του Ingmar Bergman

feature_img__the-silence-tou-ingmar-bergman
Η πνευματική αναμέτρηση με το έργο του κινηματογραφικού πατέρα Bergman είναι για όλους ανεξαιρέτως μια διαρκής κι αειφόρος διαδικασία, κατά την οποία διαφαίνονται συνεχώς -με σισύφεια σχεδόν επαναληψιμότητα- νέες προοπτικές ανάλυσης, και προστίθενται από εποχή σε εποχή καινούργιες, επικαιροποιημένες θεωρητικές κι αισθητικές προσεγγίσεις. Κι όταν σου δίνεται η ευκαιρία να απολαύσεις ένα από τα πιο στιβαρά και πολυδαίδαλα αριστουργήματά του στις φυσικές του διαστάσεις, δεν γίνεται να την αφήσεις ανεκμετάλλευτη. Κάτι θα έχει πάλι να σου πει. Κι έτσι, σε επανακυκλοφορία αυτήν την εβδομάδα η «Σιωπή». Το φιλμ που συγκλόνισε τον Wim Wenders και διαπέρασε τη φιλμογραφία του Tarkovsky· ένας από τους λαμπρότερους καλλιτεχνικούς φάρους του δυτικού πολιτισμού.

Η αινιγματική «Σιωπή» είναι ένα ώριμο και αποκρυσταλλωμένο έργο του μπεργκμανικού σύμπαντος. Μακριά από τον πρώιμο νατουραλισμό του δημιουργού και τον εγκρατή ρεαλισμό του, γεννιέται σε μια πυριφλεγή Ευρώπη που έχει μόλις διχοτομηθεί βάναυσα στο Βερολίνο και τραντάζεται κινηματογραφικά από εξαιρετικά πρωτοποριακές κι ανατρεπτικές ιδέες. Τις ρηξικέλευθες αυτές ιδέες του μοντερνισμού ενστερνίζεται εδώ κι ο Bergman, τόσο σε αφηγηματικό όσο και σε υφολογικό επίπεδο. Και επί αυτών, ο οξυδερκής κι ευφυέστατος αυτός γίγαντας τολμάει να πειραματιστεί δημιουργικά για να κατασκευάσει ένα νέο βορειοευρωπαϊκό βραχίονα κινηματογραφικής επανάστασης· παράλληλα βέβαια με άλλα κινήματα που αρχίζουν σταδιακά να ενοφθαλμίζουν τις κινηματογραφικές αίθουσες της Γηραιάς Ηπείρου με τολμηρή καινοτομία, όπως εκείνο της γαλλικής Nouvelle Vague, του Free Cinema, του γιουγκοσλάβικου Black Wave αλλά και των γνώριμων Ιταλών γιγάντων όπως ο όψιμος Fellini (8 ½), ο Antonioni (L’ Avventura), και οι πρωτόπειροι Pasolini, Bertolucci και Taviani.

Στη «Σιωπή» όμως ο Bergman κάνει κάτι πολύ σπουδαιότερο απ’ το να καινοτομεί απλώς πάνω στην κινηματογραφική φόρμα. Αρχικά είναι βέβαια πρόδηλο πως διαμελίζει τόσο τη χωροχρονική όσο και την αφηγηματική δομή του φιλμ. Γιατί αυτό που κατά τα ειωθότα περιμένει να δει ο σύγχρονος θεατής -και πολύ περισσότερο εκείνος της δεκαετίας του ’60- δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα ποτέ. Η πλοκή κι οι χαρακτήρες της ταινίας, αν και εντάσσονται μέσα σ’ ένα ακραία πραγματιστικό πλαίσιο, αντιλαμβανόμαστε σταδιακά πως στερούνται ενός επαρκούς κανόνα αιτιότητας ο οποίος να συνδέει τις δράσεις, τους χώρους και τα γεγονότα. Είναι όψεις του κόσμου σχεδόν εξωπραγματικές. Παρ’ ότι το συνεχές του χρόνου δεν διαταράσσεται, δεν μαθαίνουμε ποτέ το παρελθόν των ηρώων και δεν μας δίνεται καμιά υπόνοια για το μέλλον τους. Δεν γνωρίζουμε καν που βρίσκονται, από που ξεκίνησαν και που πηγαίνουν. Μόνοι μέσα σ’ ένα ερημικό ξενοδοχείο, χωρίς καμιά επαφή κι αλληλεπίδραση, με τις εκδηλώσεις τους αφήνονται μετέωρες μέσα στην αμφισημία και προβληματίζουν διαρκώς. Θέτουν αινίγματα και διαγράφουν αδιέξοδα. Αυτή η ομιχλώδης δομή της κινηματογραφικής φόρμας όμως, θολή σε προσανατολισμό χώρου και χρόνου κι ασαφής στο τρίπτυχο αρχής-μέσης-τέλους, μεταμορφώνεται σ’ ένα απίστευτα γόνιμο έδαφος πάνω στο οποίο θα μεγαλουργήσει ο κορυφαίος Σουηδός κινηματογραφιστής.

Γιατί αυτό το «σπουδαιότερο» που προανέφερα, έξω από την κινηματογραφική φόρμα, είναι πως ο Bergman όχι μόνο καινοτομεί κι αρχίζει να ζωγραφίζει πάνω στο φιλμ, αλλά καινοτομεί για να καταλήξει σ’ ένα συμπαγές αποτέλεσμα που θα ξαφνιάζει εις στον αιώνα τον άπαντα. Παίρνει το χωροχρόνο και τον μεταπλάθει σε μια ολοκαίνουργια ιστορία, η οποία παρά τα μυστήρια και τα σκοτάδια της, έχει σώμα και ουσία· έχει λόγο ύπαρξης.

Το δυστοπικό έρεβος της «Σιωπής», η πολύπλοκη εγκεφαλική της δομή, το εσαεί ακατανόητο, είναι απλά ο τρόπος του ιδιοφυή Bergman να μας βυθίσει ακέραιους στις αλήθειες της ύπαρξης όπως μόνο η μεγαλειώδης τέχνη μπορεί να τις συλλάβει. Ο πόλεμος, οι νάνοι, το παράθυρο ενός τρένου που μετουσιώνεται σε οθόνη κινηματογράφου και βλέπει τανκς να περνούν, η κάμερα που άλλοτε αντικρίζει τον κόσμο με την άδολη αθωότητα του δεκάχρονου παιδιού κι άλλοτε τολμηρά απελευθερωμένη γλύφει τα γυμνά κορμιά με μια απαράμιλλη σεξουαλικότητα, γίνονται όλα ψηφίδες πάνω στον αριστουργηματικό καμβά της μπεργκμανικής ομορφιάς. Οι δύο αδελφές, αντιμέτωπες κι αποξενωμένες αλλά σε μια αρραγή σύμπηξη σαν πρόσωπα Ιανού, ενώνονται με τις ψηφίδες αυτές σε μια μεταφυσική διασύνδεση αγάπης-μίσους, παρόρμησης-εγκράτειας, μέλλοντος-παρελθόντος, υγείας-ασθένειας, φωτός-σκοταδιού (λιώνουν μέσα στη ζέστη και στο ασπρόμαυρο του ξενοδοχείου). Είναι τα σύμβολα μιας ολόκληρης κουλτούρας της οποίας το κεντρικότερο δίπολο μας το δίνει ο ίδιος ο δάσκαλος και δημιουργός. Είναι τα σύμβολα στον κόσμο «σιωπής»-λόγου!

The Silence, του Ingmar Bergman
Μεταφρασμένος Τίτλος: Η Σιωπή
Είδος: Δράμα
Διάρκεια: 96’

1
Μοιράσου το