The Snowman, του Tomas Alfredson
Η ιστορία ξεκινά με τη μυστηριώδη εξαφάνιση μιας γυναίκας, που αποτελεί το πρώτο από μια σειρά αινιγματικών εγκλημάτων. Τα κομμάτια του παζλ καλείται να ενώσει ο Χάρι Χόλε (ή Χόουλ, όπως προφέρεται στην αγγλόφωνη εκδοχή του) μαζί με την ομάδα του. Πρόκειται δηλαδή για την απολύτως βασική ιδέα δεκάδων αστυνομικών ιστοριών στο σινεμά. Η έλλειψη πρωτοτυπίας όμως δεν συνιστά αναγκαστικά πρόβλημα, καθώς το ζητούμενο φαίνεται εν προκειμένω να είναι η καινοτόμος κινηματογραφική διαχείριση μιας κοινότοπης ιδέας.
Τα πάλλευκα σκανδιναβικά τοπία, σαγηνευτικά ως συνήθως, έχουν πολύ βασικό ρόλο στο φιλμ και προκαλούν επιτυχώς το δέος στο θεατή. Δυστυχώς όμως, τελικά, δεσπόζει η αίσθηση του απολύτως ανεκλπήρωτου. Όλη αυτή η υποβολή που δημιουργεί η φωτογραφία της ταινίας παραμένει παντελώς αναξιοποίητη, καθώς η μνημειωδώς απλουστευτική ιστορία αδυνατεί να σηκώσει το βάρος της. Τα τοπία μαγνητίζουν το βλέμμα, αλλά φιλοξενούν τις κατά κύριο λόγο νωθρές και δίχως σκηνοθετική φαντασία περιπέτειες του Χόλε και της ομάδας του.
Ο Fassbender, στον κεντρικό ρόλο αποδίδει επαρκώς, τουλάχιστον στα περισσότερα σημεία. Ωστόσο, είναι τόσο μεγάλο το πάθος του Alfredson να παρουσιάσει τον Χόλε σαν αντιήρωα, που οποιαδήποτε συναισθηματική εμπλοκή του θεατή με τον ήρωα ματαιώνεται από τα πολύ αρχικά στάδια της ταινίας. Έτσι, αυτό που απομένει είναι μια στυλιζαρισμένη και απατηλή σκιαγράφηση ενός χαρακτήρα που διαθέτει ασαφή όρια. Αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Σουηδός σκηνοθέτης ανέλαβε να δώσει πνοή στην ούτως ή άλλως «κινηματογραφική» απεικόνιση του χαρακτήρα στην οποία επιδίδεται ο Nesbø στο βιβλίο του, η αποτυχία του αποκτά κολοσσιαίες διαστάσεις σε αυτόν τον τομέα. Μοιραία λοιπόν, ο γοητευτικότερος άνδρας του σινεμά σήμερα Michael Fassbender συνεχίζει το θεαματικό σερί των φιλότιμων ερμηνειών σε μέτριες ταινίες.
Δυστυχώς, ακόμα και από την τεχνική της σκοπιά, η ταινία πάσχει. Το μοντάζ είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα, καθώς δεν υπάρχει μια σταθερή γραμμή. Πότε είναι κοφτό, πότε αφήνει το χρόνο να περάσει υπερβολικά πολύ. Αυτό φυσικά έχει τεράστιο αντίκτυπο και στο ρυθμό της ταινίας, η οποία μοιάζει εκτροχιασμένη από τα πρώτα κιόλας λεπτά. Επίσης, οι ερμηνείες του εντυπωσιακού καστ πλην του Fassbender είναι από διαδικαστικές μέχρι εντελώς άστοχες, με πρώτη και κύρια την Charlotte Gainsbourg. Η εικόνα αυτή ενισχύεται και από τον αποσπασματικό τρόπο με τον οποίο ο Alfredson διαχειρίζεται όλους τους χαρακτήρες, προσπαθώντας να χωρέσει τους πάντες και αφήνοντάς τους τελικώς έωλους.
Τα εντυπωσιακά μακρινά πλάνα αποτυγχάνουν να περισώσουν την ταινία από τη συνολική αίσθηση προχειρότητας που μοιάζει να τη διαπνέει καθ’ όλη τη διάρκεια. Υπάρχουν κάποιες νύξεις για το κοινωνικό μοντέλο της Νορβηγίας και το κατά πόσο είναι βαθιά υποκριτικό, αλλά παραμένουν ανεκμετάλλευτες και έτσι χάνουν κάθε σοβαρότητα. Παράλληλα, το έργο δε διαθέτει ακραιφνή χαρακτήρα. Προσπαθεί ανεπιτυχώς να ισορροπήσει ανάμεσα σε ένα κλασικό αλλά αδύναμο whodunit story και στην ανούσια χαρακτηρολογία. Σε άλλα σημεία πάλι, προσπαθεί μέσω του τοπίου να φωτίσει τους χαρακτήρες, χωρίς να χρειαστεί να μιλήσουν. Την ιδέα αυτή ο Alfredson έχει δείξει να τη διαχειρίζεται με άνεση στο παρελθόν, όμως εδώ μοιάζει να τη λησμονεί κατά τη διάρκεια της ταινίας. Και δεν είναι η μόνη. Όλα τα στοιχεία του «Χιονανθρώπου», ο Σουηδός δημιουργός στο παρελθόν τα έχει χειριστεί με σαρωτική επιτυχία. Λαμπερό καστ και πολλοί χαρακτήρες στο “Tinker Tailor Soldier Spy”, παγωμένα και υποβλητικά τοπία στο “Let the Right One in”. Στην προκείμενη ταινία, αδυνατεί να βρει την ιδανική αναλογία και έτσι το φιλόδοξο, τουλάχιστον στα χαρτιά, έργο του βυθίζεται στο βούρκο της μετριότητας.
The Snowman, του Tomas Alfredson
Είδος: Δράση, Δράμα, Θρίλερ
Διάρκεια: 119'
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine