The Trip to Italy, του Michael Winterbottom
The Trip to Italy λοιπόν, με τη συνταγή να παραμένει κατά βάση ίδια. Ο δύο φίλοι, και πάλι κατόπιν ανάθεσης γαστρονομικής αποστολής από τον Observer, θα περιηγηθούν σε διάφορες περιοχές της Ιταλίας, ετοιμάζοντας κριτικές για έξι γεύματα σε ισάριθμα εστιατόρια. Πέρα όμως από τις απολαύσεις του στομαχιού και του ουρανίσκου, οι δύο εξερευνητές μας θα θελήσουν να προσδώσουν μία εξτρά ρομαντική χροιά στο ταξίδι τους, επιχειρώντας να πατήσουν πάνω στα χνάρια που άφησαν οι Άγγλοι Ρομαντικοί ποιητές Μπάιρον (ο λόρδος Βύρωνας, που λέμε εδώ) και Σέλεϊ στην Ιταλία. Παράλληλα, η χαρακτηρολογία θα εμβαθύνει αυτή τη φορά λίγο περισσότερο στις δύο περσόνες, πέρα δηλαδή από την εξόφθαλμη κωμική τους πτυχή. Ο Ρομπ είναι μπουχτισμένος από τις ευθύνες που επωμίζεται ως σύζυγος και πατέρας και ποθεί λίγη συναισθηματική περιπέτεια, ενώ ο, χωρισμένος και άρτι αφιχθείς από το Λος Άντζελες, Στιβ ποθεί να ξαναδεί τα παιδιά του.
Για να είμαστε ειλικρινείς, απολύτως τίποτα δεν δικαιολογεί την παραμικρή ανάγκη ενός sequel της πρώτης ταινίας, με αποτέλεσμα το Ταξίδι στην Ιταλία να μοιάζει περισσότερο με ένα inside joke των συντελεστών του, που μάλλον περνούν καλύτερα κι από τους ίδιους τους θεατές της ταινίας. Επιπλέον, ο καταναγκασμός κάποιων επαναλαμβανόμενων αστείων υπονομεύει την ίδια τη φύση μιας κωμωδίας που ζει και πεθαίνει στο άρμα του αυτοσχεδιασμού. Παρόλα αυτά και παρά την έντονη οσμή και γεύση του ξαναζεσταμένου φαγητού, οφείλουμε να παραδεχτούμε το προφανές: these lads are funny! Και πέρα από αστείοι, το πιο σημαντικό είναι ότι είναι βαθιά συμπαθητικοί. Και μας προτρέπουν να δούμε μια ταινία που αφήνεται σε μία κατασκευή τόσο απλή που φαντάζει σχεδόν αφελής. Ένα road movie δύο κολλητών που χαβαλεδιάζουν ασταμάτητα, είναι άσσοι στις μιμήσεις φωνών και φλυαρούν ασταμάτητα και τίποτα παραπάνω.
Ο Στιβ και ο Ρομπ θα κουβεντιάσουν επί παντός επιστητού. Θα μιλήσουν για τη ζωή, τον θάνατο, την τέχνη, το σινεμά, το φαγητό, τη φιλία και τον έρωτα. Θα επιδοθούν σε εφηβικούς ανταγωνισμούς, από εκείνους που δεν χαλούν τις ανδρικές φιλίες, αλλά ίσα ίσα τις χαλυβδώνουν. Θα παραγγείλουν φαγητά που δεν ξέρουν καν τι είναι, θα ακούσουν Αλάνις Μόρισετ στο κάμπριο, θα μιλήσουν ιταλικά με εκείνη την απολαυστική προφορά των ανθρώπων που θέλουν μεν, αλλά δυστυχώς δεν μπορούν. Και το ίσως πιο γλυκό απ’ όλα, θα παραδεχτούν εμμέσως πλην σαφώς πως η προσφυγή τους στο χιούμορ και στην ειρωνεία λειτουργεί ως ένα ύστατο ανάχωμα στα προβλήματα της ζωής και στο, πάντα υπαρκτό αλλά ανείπωτο, βάρος της ύπαρξης.
Σκηνοθεσία: Μάικλ Γουίντερμποτομ
Παίζουν: Στιβ Κούγκαν, Ρομπ Μπράιντον
Διάρκεια: 108’
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine