Τι ζητάμε τελικά από τις φωτογραφίες;
Περπατώ για πρώτη φορά με μια δική μου πλεόν αναλογική φωτογραφική μηχανή στα χέρια. Οι τελευταίες μέρες του Νοέμβρη είναι κρύες, καθαρές και ηλιόλουστες. Στην οδό Ασκληπιού, στους μεγάλους, άτσαλα τοποθετημένους πάγκους των παλαιοβιβλιοπωλείων, μερικά χέρια περιεργάζονται τα κάθε λογής στιβαγμένα βιβλία. Κάποια από αυτά τα χέρια ανήκουν σε ανθρώπους ηλικιωμένους, άλλα σε νεότερους. Ανθρώπους ψηλούς, ανθρώπους μικρόσωμους, βιαστικούς και υπομονετικούς. Ύστερα, κάποια στιγμή όλοι συνεχίζουν τον δρόμο τους και τα βιβλία μένουν εκεί μόνα τους, ακίνητα, σχεδόν σαν να περιμένουν κάτι ή κάποιον. Λίγο πιο κάτω, μια άλλη σκηνή του Αθηναϊκού αστικού τοπίου… Αυτή τη φορά, οι άνθρωποι περπατούν σε σειρά. Ο ένας βαδίζει πίσω από τον άλλον. Τα πεζοδρόμια είναι πολύ στενά για οτιδήποτε διαφορετικό. Μια προσεκτικότερη ματιά και σχεδόν ολόκληρη η ανθρωπότητα βρισκόταν στη σειρά εκείνη. Διαφορετικές καταγωγές, ηλικίες, σκέψεις, ιστορίες, συναισθήματα…Όλα αυτά βάδιζαν στην ίδια γραμμή προς αλλιώτικους ή ίσως και κοινούς προορισμούς.
Ο ασυγκράτητος ενθουσιασμός του να τραβήξω την πρώτη λήψη στο φιλμ και η προσπάθεια να καταλάβω πως ακριβώς λειτουργεί το νέο αγαπημένο μου αντικείμενο σε συνδυασμό με την καθημερινή ζωή που εξελισσόταν γύρω μου, πυροδότησαν ένα σωρό σκέψεις και προβληματισμούς σχετικά με το τι ακριβώς είχα σκοπό να κάνω με τη μηχανή που κρατούσα. Δύο φράσεις κυριάρχησαν στο μυαλό μου. Τα λόγια του λιγομίλητου Χιραγιάμα από τις Υπέροχες Μέρες του Βιμ Βέντερς (ο οποίος συμπτωματικά έχει τη συνήθεια να φωτογραφίζει κάθε μέρα το αγαπημένο του δέντρο) σύμφωνα με τα οποία «Ο κόσμος αποτελείται από πολλούς κόσμους. Κάποιοι συνδέονται και άλλοι όχι» καθώς και η συνειδητοποίηση της Σούζαν Σόνταγκ πως «όσο περισσότερο σκεφτόμουν όμως τι είναι οι φωτογραφίες, τόσο περισσότερο πολύπλοκες και υπαινικτικές γίνονταν».[i]
Παντού γύρω μου εκτυλίσσονταν αμέτρητες μικροσκοπικές διεργασίες αυτού που ονομάζουμε ζωή. Από κάθε πλευρά περνούσαν μορφές τόσο ενδιαφέρουσες που η εσωτερική απορία μόνο για το ποιες μπορεί να είναι οι προσωπικές τους ιστορίες ήταν αρκετή για να με κάνει να νιώσω δέος. Ήταν σαν να βλέπω τον κόσμο για πρώτη φορά και όλα αυτά απλώς επειδή κρατούσα μια φωτογραφική μηχανή. Εκείνη τη στιγμή, μου φάνηκε απρόσμενα δύκολο να τραβήξω οποιαδήποτε φωτογραφία και ομολογώ πως αυτό με προβλημάτισε.
Γιατί να χρειαζόμαστε κάτι έξω από τον εαυτό μας και τον κόσμο προκειμένου να παρατηρήσουμε προσεκτικά τη ζωή, να στοχαστούμε πάνω στις αντιφάσεις της, να εμβαθύνουμε σ’αυτή; Θέλουμε να ζήσουμε ή απλώς να απεικονίσουμε αυτό που στα μάτια μας φαντάζει ως αληθινή ζωή ως τρίτοι, ως παρατηρητές, ως στοιχεία που κατοικούν έξω από τον κόσμο τον οποίο μελετούν; Συχνά ίσως αντιλαμβανόμαστε τις εικόνες/φωτογραφίες όχι ως σύμβολα μιας εμπειρίας ή μιας ψυχικής ή ακόμη και σωματικής κατάστασης αλλά ως μορφές πραγμάτωσης της εμπειρίας αυτής καθαυτής. Η Σούζαν Σόνταγκ θα υποστηρίξει πως η σκέψη που κυριαρχεί στον νου μας είναι πως αν δεν τραβήξουμε τη φωτογραφία ενός γεγονότος ή ακόμη και μιας προσωπικής στιγμής είναι σαν αυτή να μην συνέβη ποτέ.[ii] Σήμερα, φαίνεται πως η απλή λήψη μιας εικόνας δεν αρκεί και η δημοσίευσή της στα μέσω κοινωνικής δικτύωσης αποτελεί τον μοναδικό τρόπο απόδειξης της αλήθειας μιας εμπειρίας. Παράλληλα, οι φωτογραφίες ως παντοτινά αιχμαλωτισμένα κομμάτια χώρου και χρόνου σταδιακά, αντί να εκλαμβάνονται ως υποκειμενικές ερμηνείες του κόσμου, μετατρέπονται οι ίδιες σε αυτόνομα υπάρχοντες κόσμους, θέτωντας έτσι τα όρια για την κατανόηση της κανονικότητας και της αγριότητας του κόσμου, στοιχεία που συχνά μάλιστα ταυτίζονται.[iii]
Η διστακτικότητα μου να πατήσω το κουμπί και να αιχμαλωτίσω μια εικόνα πήγαζε όμως ταυτόχρονα και από κάτι άλλο. Την αίσθηση παραβίασης όχι μόνο του προσωπικού χώρου αλλά της ίδιας της ύπαρξης του φωτογραφιζόμενου προσώπου. Έχει ενδιαφέρον το πως η γλώσσα συχνά αποκαλύπτει πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς που οι ίδιοι δυσκολευόμαστε να παραδεχθούμε. Μέσα από τη φράση «τραβάω μια φωτογραφία» αναδεικνύεται η αρπακτικότητα, ακόμη και η βιαιότητα της πράξης καθώς και η ευαλωτότητα του φωτογραφιζόμενου προσώπου, τοπίου ή αντικειμένου.[iv] Ο φωτογραφιζόμενος είναι γυμνός απέναντί μας. Αρπάζουμε ένα κομμάτι του εαυτού του. Υπάρχει σχέση εξουσίας ανάμεσα σε φωτογράφο και φωτογραφιζόμενο και όπως σε κοινωνικοπολιτικά πλαίσια , το κράτος κατέχει το μονοπώλιο της βίας, εδώ το κατέχει δυνητικά ο φωτογράφος. Η φωτογραφία είναι συνεπώς μια βαθιά πολιτική πράξη. Έτσι η προσοχή που απαιτείται από τον φωτογράφο είναι τεράστια και η ευθύνη που αυτός έχει τόσο απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό όσο και στον κόσμο είναι ακόμη μεγαλύτερη. Ταυτόχρονα όμως, η φωτογραφία είναι -μεταξύ άλλων- και η ανακάλυψη και κατ’επέκταση, η αποκάλυψη του εαυτού μέσω ενός άλλου προσώπου, αντικειμένου ή τοπίου.
Στο ερώτημα «τι ζητάμε τελικά οι άνθρωποι από μια φωτογραφία/εικόνα» θα απαντούσα πως δεν ζητάμε τίποτα παρά μόνο έστω και την πλαστή ανακούφιση του τρόμου που περιβάλλει το γεγονός της αναπόφευκτης θνητότητάς μας. Όπως όμορφα και μελαγχολικά θα γράψει η Σόνταγκ: «Όλες οι φωτογραφίας είναι memento mori».[v]
Πηγές:
[i]Susan Sontag: «Περί Φωτογραφίας». Μετάφραση: Ηρακλής Παπαϊωάννου, Εκδόσεις του Περιοδικού ΦΩΤΟγράφος, Σειρά: Βιβλία Θεωρίας και Κριτικής της Φωτογραφίας. (πρόλογος).
[ii]Susan Sontag: «Περί Φωτογραφίας». Μετάφραση: Ηρακλής Παπαϊωάννου, Εκδόσεις του Περιοδικού ΦΩΤΟγράφος, Σειρά: Βιβλία Θεωρίας και Κριτικής της Φωτογραφίας. (σελ.17)
[iii]Susan Sontag: «Περί Φωτογραφίας». Μετάφραση: Ηρακλής Παπαϊωάννου, Εκδόσεις του Περιοδικού ΦΩΤΟγράφος, Σειρά: Βιβλία Θεωρίας και Κριτικής της Φωτογραφίας. (σελ.32-33)
[iv]Susan Sontag: «Περί Φωτογραφίας». Μετάφραση: Ηρακλής Παπαϊωάννου, Εκδόσεις του Περιοδικού ΦΩΤΟγράφος, Σειρά: Βιβλία Θεωρίας και Κριτικής της Φωτογραφίας. (σελ.119)
[v]Susan Sontag: «Περί Φωτογραφίας». Μετάφραση: Ηρακλής Παπαϊωάννου, Εκδόσεις του Περιοδικού ΦΩΤΟγράφος, Σειρά: Βιβλία Θεωρίας και Κριτικής της Φωτογραφίας. (σελ.26)