Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Το ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου, του Robert Bresson

cover-to-imerologio-enos-eparxiakou-efimeriou-journal-dun-cure-de-campagne-tou-robert-bresson

Το ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου: Μια εκκωφαντική σιωπή.

«Ο αληθινός ιερέας δεν αγαπιέται ποτέ». Αυτά είναι τα λόγια του καλόκαρδου αλλά ρεαλιστή ηλικιωμένου ιερέα προς το νεαρό εφημέριο, ο οποίος ετοιμάζεται να ξεκινήσει την προσωπική και πνευματική του διαδρομή. «Έχει σημασία; Όλα είναι χάρη» θα απαντήσει εκείνος. Αυτή τη διαδρομή, την τόσο βυθισμένη στην αντιξοότητα κι όμως τόσο γαλήνια στο τέλος, εξερευνά ο Robert Bresson στην ταινία του «Το ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου». O Bresson, μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές του γαλλικού και παγκόσμιου κινηματογράφου, έχοντας ως αφετηρία το βραβευμένο ομώνυμο μυθιστόρημα του George Bernanos, δημιουργεί, με τη χαρακτηριστική του ασκητική προσέγγιση, μια ταινία στοχασμό γύρω από τις έννοιες της πίστης και της ελπίδας, αναδεικνύοντας παράλληλα τις τρομακτικές συνέπειες της αποξένωσης και της αλλοτρίωσης του ανθρώπου.

Η ιστορία εκτυλίσσεται γύρω από την καθημερινότητα ενός συνεσταλμένου και φιλάσθενου νεαρού εφημέριου, ο οποίος αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα μιας μικρής επαρχιακής ενορίας, έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος με τη σκληρότητα και την απάθεια των ντόπιων, γεγονός που θα κλονίσει τόσο τη θρησκευτική του πίστη όσο και τη θεώρησή του για τον κόσμο στην ολότητά της. Έτσι, το έργο του Bernanos αποτελεί εξαιρετικά κατάλληλο υπόβαθρο για τον Bresson προκειμένου να αναπτύξει τα θεμελιώδη ζητήματα που απασχολούν το σύνολο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας και αφορούν στην υποδούλωση της ανθρώπινης ψυχής στα πλαίσια ενός ψυχρά υλικστικού κόσμου, καθώς και στον αγώνα των ατόμων για λύτρωση και εξιλέωση. Στο πρότυπο αυτό, ο νεαρός εφημέριος, (εντυπωσιακά ενσαρκωμένος από τον Claude Laydu) σωματικά ευάλωτος εξαιτίας χρόνιων πόνων, χαρακτηρίζεται από μια αφοπλιστική ακεραιότητα, ειλικρίνεια καθώς και αφοσίωση τόσο στη λυτρωτική για τον ίδιο όσο και στην κοινωνικά ωφέλιμη φύση του λειτουργήματός του, στοιχεία που αποτυπώνονται στις σελίδες του ημερολογίου του, στο οποίο καταγράφει καθημερινά «τα αρκετά ταπεινά, ασήμαντα μυστικά μιας ζωής χωρίς μυστήριο».

Ωστόσο, παρά την έμφυτη ευγένειά του, ο εφημέριος γίνεται αντικείμενο χλευασμού και διασυρμού από το σύνολο σχεδόν των ντόπιων, είτε πρόκειται για τις νεαρές μαθήτριες του κατηχητικού είτε για τους ξεπεσμένους αριστοκράτες της περιοχής. Κάποιος θα μπορούσε να πει πως αυτή η μικρή κοινωνία που βρίσκεται τόσο απομακρυσμένη από κάθε ίχνος ενσυναίσθησης νιώθει πως απειλείται -ίσως επειδή αναγκάζεται να έρθει αντιμέτωπη με την ίδια της την αλλοτρίωση- από τα στοιχεία ανθρωπιάς που συμπυκνώνονται στο πρόσωπου του νεαρού εφημέριου. Έτσι, ο αγνός αυτός ιδεαλισμός του κεντρικού χαρακτήρα έρχεται, με διαρκώς αυξανόμενη οξύτητα, σε σύγκρουση με τους υπόλοιπους χαρακτήρες που αποτελούν την κοινότητα που τον περιβάλλει, καθώς είναι είτε εγωκεντρικοί και εμπαθείς είτε καλόκαρδοι, εντελώς όμως αδύναμοι μπροστά στη σκληρότητα που φαίνεται να επικρατεί. Tα γεγονότα αυτά κλονίζουν την ψυχική και σωματική του υγεία, οδηγώντας τον στη μελαγχολική συνειδητοποίηση της απόλυτης μοναξιάς και εγκατάλειψης ακόμη κι από τον ίδιο το Θεό.

Πέρα όμως από το εγγενές βάθος τόσο του κεντρικού χαρακτήρα όσο και του συνόλου του υλικού που προσφέρει το μυθιστόρημα του Bernanos, αξιοσημείωτη είναι και η διαχείρισή του από τον ίδιο τον Bresson, ο οποίος μετατρέπει μια ταινία, που υπό διαφορετικές συνθήκες δεν θα αποτελούσε παρά μια μεταφορά λογοτεχνικού έργου στην οθόνη, σε μια αυτόνομη καλλιτεχνική οντότητα. Βαθιά πεπεισμένος για την αξία του κινηματογράφου ως μέσου έκφρασης και αλληλεπίδρασης με τον κόσμο, διαμορφώνει το δικό του «γλωσσικό» σύστημα, το οποίο δεν βασίζεται στα λόγια αλλά στις εικόνες. Εικόνες που είναι υποβλητικές, κατανυκτικές και συνάμα αποδίδουν τη μυστηριώδη φύση της ανθρώπινης ζωής, όπως αυτή του νεαρού εφημέριου που περπατά εξαντλημένος ανάμεσα στα πελώρια δέντρα της εξοχής τα οποία εμπνέουν δέος, προκαλώντας ταυτόχρονα μια αίθηση απειλής. Η φύση, σε αντιστοιχία με την ανθρώπινη κοινότητα, παρουσιάζεται αφιλόξενη, σχεδόν άγονη. Αδιάφορη θα μπορούσε κανείς να πει απέναντι στον άνθρωπο. Οι λέξεις λειτουργούν μόνο συνοδευτικά σαν να είναι δεσμευμένες από τις εικόνες. Τα στοιχεία αυτά εντάσσονται στη γενικότερη στάση που υιοθετεί ο Bresson απέναντι στον κινηματογράφο και την υποκριτική.

Η προσπάθειά του να αναβαθμίσει τη θέση του κινηματογράφου ανάμεσα στις μορφές καλλιτεχνικής έκρφρασης, χαρακτηρίζεται καθόλη τη διάρκεια της καριέρας του από τη συνειδητή επιδίωξη απομάκρυνσης από οτιδήποτε μπορεί να χαρακτηριστεί ως θεατρική ερμηνεία, από οτιδήποτε περιλαμβάνει «πρόσθετους» συναισθηματισμούς. Aντί για ηθοποιούς, προτιμούσε οι ταινίες του να απαρτίζονται από αυτό που ονόμαζε «ανθρώπινα μοντέλα». Αυτός ο σχεδόν μυστικιστικός μινιμαλισμός του Bresson που συνοδεύεται κι από την απουσία μουσικής επένδυσης ως μέσο έμφασης της συναισθηματικής διέγερσης, έχει ως αποτέλεσμα την οπτική παρουσίαση μιας γυμνής κι απόλυτα ευάλωτης μπροστά σε όλους αλήθειας. Αυτή η διεργασία εκτυλίσσεται με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο μπροστά στα μάτια όλων μας στο «Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου» μέσω της θαυμάσιας άντι-ερμηνείας του Claude Laydu.

Τα ολέθρια αποτελέσματα της αλληλεπίδρασης μιας αγνής ψυχής με έναν άκαρδο κόσμο, αποτυπώνονται στα τόσο εκφραστικά μάτια του νεαρού εφημέριου. Αυτό που βλέπουμε στην οθόνη δεν είναι παρά η ανόθευτη ουσία των χαρακτήρων και κατ’επέκταση του έργου, το οποίο δεν έχει ανάγκη κανενός είδους υποστηρικτικά μέσα προκειμένου να προβληματίσει και κυρίως να συγκινήσει βαθιά όσους το παρακολουθήσουν. Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, λαμβάνοντας υπόψιν τον πάντοτε συνειδητό ασκητισμό του, βασικός στόχος όλων των ταινιών του Bresson, όπως ο ίδιος είχε πολλάκις τονίσει, είναι να επιτρέψουν στους θεατές να αισθανθούν. Βλέποντας λοιπόν τη συγκεκριμένη ταινία, αιθανόμαστε και μάλιστα έντονα, όμως πάνω απ’ όλα ειλικρινά. Ο πρωταγωνιστής δεν κάνει καμία προσπάθεια να κερδίσει τη συμπάθειά μας κι όμως το καταφέρνει από την αρχή του έργου μέσω της τόσο ανεπιτήδευτης αγνότητας και αξιοπρέπειάς του.

Το ζήτημα της πίστης και της σχέσης του ανθρώπου με το θείο ήταν ανέκαθεν ένα από τα βασικότερα αντικέιμενα προβληματιμσού της τέχνης, με τον κινηματογράφο να μην αποτελεί εξαίρεση. Πληθώρα σπουδαίων σκηνοθετών έχουν εξερευνήσει, ο καθένας με το δικό τους τρόπο, ποικίλες πλευρές του ζητήματος αυτού. Ωστόσο, θεωρώ πως το «Το ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου» κατέχει μια ξεχωριστή θέση στη κινηματογραφική μελέτη της πίστης. Στη συγκεκριμένη ταινία, ο Bresson δεν αναδεικνύει μονάχα το θρησκευτικό αίσθημα, αλλά πραγματεύεται τη βαθύτερη φύση της έννοιας της πίστης και κυρίως του τι αυτή σημαίνει για τον άνθρωπο. Η πίστη του πρωταγωνιστή αποτελεί τον πυρήνα της καλοσύνης του, το καταφύγιό του σε έναν αφιλόξενο και αλλοτριωμένο κόσμο. Η αγνότητα της πίστης του ξεπερνά τα αυστηρά θρησκευτικά όρια και γίνεται σύμβολο ελπίδας, εκφράζοντας παράλληλα την διαχρονική προσπάθεια του ανθρώπου να βρει παρηγοριά κατά τη διάρκεια της ζωής του, καθώς και τη στιγμή του θανάτου. Όλοι μας ανεξαιρέτως αναζητούμε ελπίδα και παρηγοριά με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και ακριβώς σε αυτό το στοιχείο έγκειται η ικανότητα του έργου να μας αγγίξει τόσο σε προσωπικό όσο και σε πανανθρώπινο επίπεδο. Η πίστη του νεαρού εφημέριου του προσέφερε λίγη παρηγοριά κατά της διάρκεια της σύντομης ζωής του, κατάφερε όμως να απαλύνει τα βάσανα και τους φόβους του, προτού εγκαταλέιψει οριστικά έναν κόσμο βυθισμένο στην έλλειψη συμπόνιας. Το τέλος της ταινίας ακολουθεί μια εκκωφαντική σιωπή κι όσο περνά η ώρα, η ανάμνηση του προσώπου του εφημέριου μας στοιχειώνει όλο και περισσότερο. Μέσα μας όμως υπάρχει και μια φλόγα ελπίδας, η οποία ενδυναμώνεται από τη διαβεβαίωση του ίδιου του πρωταγωνιστή πως «Ο Θεός δεν είναι βασανιστής». Το έργο αυτό του Bresson μπορεί να μην αποτελεί δικαίωση του ιδεαλισμού και της ελπίδας, διατρανώνει όμως αδιαμφισβήτητα την αναγκαιότητα της ύπαρξής τους.

Το ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου (Journal d’un curé de campagne), του Robert Bresson
Είδος: Δράμα
Διάρκεια: ‘115

20
Μοιράσου το