Το κάλεσμα
Ένα απόκοσμο τραγούδι ήρθε στ’ αυτιά μου θαρρείς από την άκρη του κόσμου. Σαν υπνωτισμένος σηκώθηκα και άρχισα να περπατώ προς τα μαύρα, ήρεμα νερά.Ήταν τότε, που είδα μια γυναικεία μορφή να αναδύεται μέχρι τη μέση της, εκατοντάδες μέτρα μπροστά μου. Το σκιώδες περίγραμμά της, φανέρωνε μια ύπαρξη εξωτική, υδάτινη, που χόρευε σιωπηλά στο ρυθμό των κυμάτων. Σε λίγο καταδύθηκε για να εμφανιστεί πάλι, αυτή τη φορά πιο κοντά. Ακόμα δεν μπορούσα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά της. Tο μόνο που ξεχώριζε ήταν τα πλούσια, πυκνά και μαύρα της μαλλιά, καθώς απλώνονταν στην επιφάνεια του νερού. Ήταν τόσο μακριά, που τα έβλεπα να επιπλέουν δεκάδες μέτρα γύρω από τους ώμους της.Κολυμπούσα αργά διασχίζοντας το υγρό, φεγγαρόλουστο μονοπάτι και είχα την γυναικεία μορφή ακριβώς απέναντί μου. Αν και δεν έβλεπα τα μάτια της, ένιωθα το βλέμμα της να με διαπερνά, καθώς η μελωδία γινόταν όλο και πιο θελκτική, όλο και πιο σαγηνευτική και με τραβούσε μέσα της, όπως το διψασμένο χώμα τη βροχή. Η απόκοσμη φιγούρα βυθίστηκε για άλλη μια φορά στα σκοτεινά νερά και σε λίγο αναδύθηκε σε απόσταση αναπνοής. Πριν προλάβω να επεξεργαστώ με τα μάτια μου το σκούρο πρόσωπό της, το στόμα της κόλλησε στο δικό μου. Δεν ήταν τόσο ένα φιλί αυτό που μου έδωσε, όσο μια πνοή, που με έκανε να μπορώ να ανασαίνω μέσα στο νερό. Μετά μου έπιασε το χέρι και με οδήγησε προς τα κάτω, στην υγρή, σκοτεινή άβυσσο.
Η κόμη της, δημιουργούσε ένα μεταξένιο περίβλημα που μέσα του κατηφορίζαμε κολυμπώντας, αυτή μπροστά και πίσω της εγώ. Όσο απομακρυνόμασταν από την επιφάνεια, τόσο δυνάμωνε στ’ αυτιά μου η μαγική μελωδία. Τα τεράστια μακριά μαλλιά, έφτιαχναν μια ουρά πίσω της που την έκανε να μοιάζει με θαλάσσιο κομήτη που χανόταν με χάρη, ανάμεσα σε κοπάδια φυσαλίδων. Την ουρά της κάλυπταν κοραλλένια λέπια και τα στήθια της ήταν στητά και ζουμερά, θαρρείς γεμάτα γάλα. Κατεβαίναμε για ώρα και όσο πιο κάτω πηγαίναμε, τόσο το σεληνόφως έσβηνε πίσω μας, αφήνοντας στο τέλος μόνο το απόλυτο σκοτάδι.Συνεχίσαμε να κολυμπάμε όταν ξαφνικά είδα ένα αχνό φως να ξεπροβάλλει από τον βυθό. Σε λίγο το φως δυνάμωσε και πήρε άπειρες αποχρώσεις, φαντασμαγορικές. Τότε μου άφησε το χέρι και στάθηκα να αιωρούμαι μπροστά σε μια παραμυθένια, υδάτινη πολιτεία φτιαγμένη από πέτρα, κοχύλια και άμμο, που φεγγοβολούσε στα ιριδίζοντα νερά. Τα πάντα ήταν στολισμένα με πολύτιμους λίθους που γυάλιζαν λαμπυρίζοντας με αντανακλάσεις. Γοργόνες και Τρίτωνες κολυμπούσαν τριγύρω μου κοιτώντας με σαν κάτι ξένο, σαν ένα πλάσμα πρωτόγνωρο γι’ αυτούς.
Και τότε για πρώτη φορά, μπόρεσα να την δω καθαρά. Ήταν μια οπτασία! Τα μάτια της σμαραγδένια, το δέρμα της έμοιαζε να είναι φτιαγμένο από έβενο, τα ζαφειρένια χείλη της κρεμόντουσαν σαν τους κήπους της Βαβυλώνας, υγρά και σαρκώδη, κατακόκκινα. Δεν θα της ταίριαζαν ανθρώπινα πόδια, όχι. Στεκόταν απέναντί μου με την διχαλωτή, ψαρίσια ουρά της, ένα πλάσμα απαράμιλλης ομορφιάς και χάρης. Την πλησίασα. Τότε έκανε έναν απότομο ελιγμό και χώθηκε μέσα σε ένα από τα ανοίγματα των υποβρύχιων ανακτόρων. Την ακολούθησα κουνώντας χέρια και πόδια και βρέθηκα σε ένα δωμάτιο από χαλαζία.
Αυτή ήταν καθισμένη πάνω στην ουρά της, σε ένα μαργαριταρένιο, τεράστιο θρόνο και με κοιτούσε με το ονειρικό βλέμμα της. Μετά έπιασε ένα ρουμπινένιο κουτί και μου έκανε νόημα να πλησιάσω. Με τα πόδια μου να μην ακουμπούν στον βυθό, κολύμπησα προς το μέρος της. Άνοιξε το κουτί και από μέσα του φανερώθηκε ένα θαλάσσιο τριαντάφυλλο. Δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Ένα λουλούδι του αρμυρού νερού. Τα πέταλά του ήταν γαλάζια και το κλωνάρι του χρυσαφένιο. Έλαμπε. Την κοίταξα με έκπληξη. Με ευγενικά νοήματα και χορευτικές χειρονομίες, μου εξήγησε ότι το λουλούδι αυτό δεν μπορούσε να ζήσει έξω από το θαλασσινό νερό και ότι ο μαρασμός του, θα σήμαινε την εξαφάνιση του είδους της. Μετά το έπιασε στα χέρια της και μου το πρόσφερε. Της έδειξα ότι δεν θα μπορούσα να δεχτώ ένα τέτοιο δώρο άλλα επέμενε.
Σε λίγο το πήρα στα χέρια μου και αμέσως άρχισα να βγάζω λέπια στα πόδια μου που άρχισαν να κολλάνε μεταξύ τους, δημιουργώντας ένα κοραλλένιο κουκούλι γύρω τους. Ανάμεσα στα δάκτυλα των χεριών μου φύτρωσαν μεμβράνες, σαν αυτές που έχουν τα αμφίβια ζώα. Τα μαλλιά και τα γένια μου άρχισαν να μακραίνουν απότομα, για να σταματήσουν, μόνο σαν ακούμπησαν το βυθό. Σε λίγα μόνο λεπτά είχα μεταμορφωθεί σε Τρίτωνα και το τριαντάφυλλο που κρατούσα, σε τρίαινα. Τώρα πια ήμουν ένας από αυτούς. Γλιστρώντας στο νερό, βγήκα έξω από την πολυτελή αίθουσα, προσπαθώντας να συνηθίσω το καινούργιο μου σώμα. Μετά από διάφορες πιρουέτες και σβούρες το ένιωθα πια σαν δικό μου. Το είχα κιόλας αγαπήσει. Κουνώντας την ουρά μου, γύρισα γρήγορα στην αγαπημένη μου γοργόνα. Την αγκάλιασα και της έπιασα τα χέρια, παρασέρνοντάς την σε έναν υδάτινο χορό στο κέντρο της λαμπερής αίθουσας, μέχρι που ξαφνικά, ένιωσα την ουρά μου να μουδιάζει και να κρυώνει…Η στάθμη του θαλασσινού νερού είχε ανέβει και έβρεχε τα πόδια μου. Ξύπνησα απότομα και παρατήρησα ότι βρισκόμουν ακόμη στην παραλία. Απέναντί μου η σελήνη είχε αγγίξει τον ορίζοντα και το φωτεινό μονοπάτι ήταν ακόμα απλωμένο στην επιφάνεια της θάλασσας.Κοίταξα το ρολόι μου. Ήταν πια περασμένα μεσάνυχτα. Δίπλα μου ήταν παρατημένο το βιβλίο που διάβαζα πριν με πάρει ο ύπνος στην αμμουδιά. Το έπιασα στα χέρια μου. Στην τελευταία του σελίδα είχε ζωγραφισμένη μια τρίαινα, όμοια με αυτήν που μου χάρισε η γοργόνα που πριν λίγο έβλεπα στο όνειρό μου.
Έσκισα το χαρτί και το πέταξα στην θάλασσα. Φεύγοντας, έριξα πίσω μου μια φευγαλέα ματιά.
Στη θέση του χαρτιού, υπήρχε τώρα ένα χρυσογάλανο τριαντάφυλλο που επέπλεε.
Στράτος Κ. (Abuno)