Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Το κιβώτιο, του Άρη Αλεξάνδρου

feature_img__to-kibotio-tou-ari-aleksandrou
Τo κιβώτιο ή η εξέγερση απέναντι στο κενό.

2020, και το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου (μυθιστόρημα γραμμένο από το 1966 έως το 1972) συμπληρώνει 5 χρόνια που παίζεται -δραματουργικά προσαρμοσμένο φυσικά- στην ελληνική θεατρική σκηνή. Όμως, τι κάνει ένα τέτοιο έργο να μιλά τόσο δυνατά σήμερα, την ώρα μάλιστα που η ιστορία τοποθετείται στο πλαίσιο του Εμφυλίου, με κάποιες παρεκβάσεις που γυρνούν πίσω στα κατοχικά χρόνια; Εν συντομία: η ανθεκτικότητα που κρύβει ο πρωταγωνιστής τη στιγμή που ο κόσμος κλείνει από πάνω του με αδιαφορία, και η τελική του έκρηξη με τη μορφή μιας εξέγερσης.
Στο έργο, ο ανώνυμος αφηγητής, που είναι και ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, βρίσκεται εξ αρχής κρατούμενος και απολογούμενος σε κάποιον αόριστο ανακριτή που ποτέ δε μαθαίνουμε την ταυτότητά του. Αυτή ακριβώς η απολογία του είναι και το ίδιο το μυθιστόρημα: μια σειρά από κείμενα-κεφάλαια, γραμμένα από τον αφηγητή και απευθυνόμενα στον ανακριτή, με στόχο να εξιστορήσει τα γεγονότα που αφορούν μια καίρια για την έκβαση του πολέμου αποστολή που ανέλαβε αυτός και μια ομάδα συντρόφων, τη μεταφορά, συγκεκριμένα, ενός κιβωτίου από την πόλη Ν στην πόλη Κ. Από συστάσεως, λοιπόν, το «Κιβώτιο» φαίνεται να δομείται σε δύο άξονες, οι οποίοι ωστόσο «ελέγχονται» από τη φωνή και την οπτική του ενός αφηγητή: το αίνιγμα της αποστολής (τι υπάρχει μέσα στο κιβώτιο, και πώς εξελίσσεται η αποστολή;), και η ίδια η σχέση κρατούμενου-ανακριτή, και πώς αυτή θα καταλήξει.

Ο Άρης Αλεξάνδρου

Το πιο δυνατό και σημαντικό στοιχείο του «Κιβωτίου» και αυτό που κατά τη γνώμη μου το κάνει αρκετά επίκαιρο ώστε να απευθύνεται με σημασία ακόμη και στις σύγχρονες γενιές των αναγνωστών (και των θεατών, στην περίπτωση της δραματοποίησής του) είναι η σχέση την οποία μας καλεί να φανταστούμε και να επεξεργαστούμε, ανάμεσα στο άτομο και τις οντότητες-συστήματα-μηχανισμούς με τις οποίες αυτό συμπλέκεται. Γιατί ο αφηγητής δεν είναι ένας απλός στρατιώτης που παίρνει μέρος σε μια αποστολή, αλλά ξεκινά ως υπόλογος επειδή, ως στρατιώτης, απέτυχε και ελέγχεται γι’ αυτό από έναν ανακριτή. Εδώ εντοπίζεται, νομίζω, η ουσία. Δεν είναι ένα πολεμικό-ιστορικό έργο που αναφέρεται στο ιστορικό πλαίσιο του Εμφυλίου και των εσωτερικών διεργασιών του ΚΚΕ, αν και κάποιος δικαίως θα νομιμοποιούνταν να προτείνει μια ερμηνεία που θα μετέφραζε το «Κιβώτιο» και σε μια κριτική εκ των έσω στον κομματικό μηχανισμό και τις παραμορφωτικές πολυπλοκότητές του. Για μένα, τον αναγνώστη του 21ου αιώνα, περισσότερο είναι μια ιστορία που, αν και ενταγμένη σ’ ένα πλαίσιο ιστορικών και κοινωνικοπολιτικών γεγονότων, χρησιμοποιεί αυτό το πλαίσιο μάλλον ως αφορμή για γενικότερα σχόλια: ο Αλεξάνδρου φαίνεται να ενδιαφέρεται να μιλήσει για ένα απροσδιόριστο πρόσωπο που, μέσα από ορισμένες συγκυρίες σχετικές με την πραγματοποίηση μιας στρατιωτικής αποστολής, καλείται να αντιμετωπίσει δυνάμεις που τον ξεπερνούν και τον καθιστούν για κάποιο λόγο υπεύθυνο για την ίδια την (αποτυχημένη) αποστολή. Έτσι, στο μεγαλύτερο μέρος του έργου, ο αναγνώστης παρακολουθεί τον αφηγητή να προσπαθεί να εξηγήσει στον διαρκώς απόντα ανακριτή τι συνέβη με λεπτομέρειες, μολονότι διαπιστώνει από ένα σημείο και μετά το απρόσωπο της διαδικασίας, την αδιαφορία του ανακριτή για τις εξηγήσεις και το ανώφελο της δικής του προσπάθειας για δικαίωση (α’ άξονας του έργου). Αυτή η άνιση μάχη έρχεται να ενταθεί στο τελευταίο κεφάλαιο, όταν αυτός ο πρώτος άξονας συναντήσει το δεύτερο, όταν δηλαδή ο αφηγητής αποκαλύψει το αίνιγμα του κιβωτίου (ήταν άδειο!!!!), αποκαλύπτοντας επιτέλους και την κατηγορία που του απευθύνεται, και όταν παρουσιάσει τις υποθέσεις που αφορούν το άδειο κιβώτιο, με βασικότερη αυτήν ενός εξαρχής προσχεδιασμένου, στημένου «παιχνιδιού» που εξυπηρετεί τους ανώτερους σκοπούς ενός Γενικού Αρχηγείου. Ο τρόπος που συμπλέκονται οι δυο άξονες είναι ουσιαστικά ένας τρόπος να τονιστεί η καφκικών διαστάσεων «μάχη» του ατόμου με έναν κόσμο παράλογο, απρόσιτο, που αντιστέκεται στις λογικές απόπειρες να του αποδοθεί ένα νόημα (για ποιο λόγο, αλήθεια, να δοθεί τόσο βάρος και σημασία στην μεταφορά ενός άδειου κιβωτίου;), και αντίθετα σέρνει τον απλό άνθρωπο σε μια αδιέξοδη κατάσταση και, έπειτα, σε μια καταδικαστική συνθήκη. Το «Κιβώτιο» γίνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο σαφώς παράλληλο τόσο με το σκοτεινό μύθο του Οιδίποδα (τον οποίο και χρησιμοποιεί εκτενώς), όσο και –αυτή είναι η εντύπωση που αποκομίζω εγώ– με τη «Δίκη» του Kafka, όπου ο πρωταγωνιστής κατηγορείται και καταδικάζεται από ένα απρόσωπο δικαστικό σύστημα για κάτι εξόφθαλμα ασαφές (άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι και ο αφηγητής του «Κιβωτίου» φαντάζεται τον εαυτό του εκτελεσμένο και τοποθετημένο μέσα στο προκλητικά άδειο κιβώτιο).
Αυτή ακριβώς η αίσθηση μάχης με τους μηχανισμούς που ξεπερνούν το άτομο τραγικά, εντείνεται, κατά τη γνώμη μου και από το πώς αντιμετωπίζει ο αφηγητής την ιστορία του, και, κατ’ επέκταση, την ίδια του τη μοίρα. Γιατί, όπως αποδεικνύεται από την εξέλιξη της αφήγησης, μοιάζει αρκετά αναξιόπιστος, μιας και καθώς προχωρά την απολογία του, γράφει και ξαναγράφει, άλλοτε προσθέτοντας και άλλοτε αφαιρώντας λεπτομέρειες και στοιχεία, δίνοντας διαδοχικές και διορθωμένες όψεις της αλήθειας, με αποτέλεσμα στο τέλος να παγιδεύεται και ο ίδιος από το «παιχνίδι» των εκδοχών αφήνοντας να φανεί και μια σχετική και μετριασμένη «απόγνωση» (ας επιτραπεί ο όρος) ως προς το ποια θα είναι η δική του τύχη μέσα στο ίδιο σύστημα που εξυπηρέτησε με δεδομένη την εξέλιξη των πραγμάτων: αν ο ίδιος, με λίγα λόγια, συγκάλυψε την αλήθεια αρκετές φορές, γιατί να τον εμπιστευτεί ο ανακριτής –τον οποίο με τόση «μανία» και πίστη προσπαθεί σε κάθε βήμα να προσεγγίσει, και τον οποίο αναγνωρίζει ως έχοντα εξουσία– στην τελική εκδοχή που δίνει για την αποστολή, και γιατί να του αναγνωρίσει ελαφρυντικά μπροστά στην αποτυχία της παράδοσης ενός άδειου κιβωτίου; Το μυθιστόρημα, επομένως, μας προετοιμάζει και μας θέτει μπροστά σε ένα μεγάλο πρόβλημα: ο ήρωας που για δικούς του λόγους –τους οποίους εξηγεί αναλυτικά κάθε φορά– αποφάσισε να κρύψει τα αληθινά γεγονότα στην απολογία, μπορεί να αντιμετωπίσει την αυτοπαγίδευσή του και τις συνέπειές της, και να αποδεχτεί την τελική ετυμηγορία; Απ’ ό,τι φαίνεται στο τέλος, ο ίδιος ο αφηγητής δίνοντας στα πράγματα την πραγματική τους διάσταση (αν βέβαια ο αναγνώστης αποδεχτεί ως ειλικρινή την τελική εκδοχή του απολογούμενου· εγώ προσωπικά αποδέχομαι να κάνω αυτό το leap of faith) κατά κάποιο τρόπο απελευθερώνεται και αποδέχεται όλα τα συνεπακόλουθα της ιστορίας του και της σχέσης που δημιούργησε μέσα από το περιεχόμενο της απολογίας τόσο με την ουσία των συμβάντων της αποστολής, όσο και με τον ίδιο τον ανακριτή και την εξουσία που έχει πάνω στο πρόσωπό του.
Το πρόβλημα της στάσης του αφηγητή απέναντι στα γεγονότα και στην ουσία της υπόθεσης είναι αυτό που υπογραμμίζεται διακριτικά αλλά και με σημασία από τον Αλεξάνδρου. Η persona του κτίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε ανοίγεται κάπως ένα σημαίνον χάσμα: από τη μια, ο αφηγητής που εξιστορεί, μέσα από συνεχείς παρεκβάσεις που κάποιες φτάνουν μέχρι και αρκετά χρόνια πίσω, στην Κατοχή (κάποιες από τις οποίες, για λόγους καθαρά προσωπικού αισθητικού γούστου, προκαλούν, νομίζω, μια ελαφριά «κόπωση» στην ανάγνωση, «διασκορπίζοντας» την προσοχή και το ενδιαφέρον), διάφορα περιστατικά τα οποία αποδεικνύουν την αφοσίωση και τη δέσμευση, στα όρια της συναισθηματικής αποξένωσης από πρόσωπα και καταστάσεις της προσωπικής ζωής (πχ. η περίπτωση του Χριστόφορου), στις ιδέες και τις πρακτικές του Κόμματος (επομένως, την αφοσίωση σε έναν ανώτερο μηχανισμό και τους σκοπούς του)· και από την άλλη, ένας αφηγητής που, στο αριστοτεχνικό από άποψη δόμησης και συνεχούς ροής λόγου τελευταίο κεφάλαιο, αντιλαμβάνεται το αδιέξοδο στο οποίο οδηγήθηκε και ζητά την τελευταία του εξέγερση και προσωπική δικαίωση ενάντια στον ίδιο το μηχανισμό που πίστευε. Ενδεχομένως, βέβαια, αυτή η πορεία της συνειδητοποίησης να ήταν περισσότερο επιτυχημένη και έντονη και όχι τόσο απότομη, στα δικά μου μέτρα, εάν η όλη πορεία της εξομολόγησης-απολογίας του αφηγητή άφηνε να φανούν οι μικρές προσωπικές πίκρες, αντιφάσεις και αντιστάσεις και στα προηγούμενα εξιστορημένα περιστατικά, και όχι μόνο στο τελική αποκάλυψη. Εντούτοις, το «Κιβώτιο» πετυχαίνει να σκιαγραφήσει και να προβληματίσει για τον αγώνα του ατόμου να συμφιλιωθεί ή να αντιταχθεί στις εξελίξεις που τον αφορούν, ειδικότερα όταν έχει να κάνει με καταστάσεις που τον φέρνουν αντιμέτωπο με τεράστιες δυνάμεις και φανερά αδιέξοδα. Η πορεία του αφηγητή, ιδιαίτερα στο τελευταίο κεφάλαιο, τη δομική, συναισθηματική και ιδεολογική κορύφωση του μυθιστορήματος, είναι μια πρόσκληση στον αναγνώστη να αναμετρηθεί και να αξιολογήσει τις στάσεις που διαμορφώνει ο άνθρωπος μπροστά στα προβλήματα που του θέτει ένας τουλάχιστον σκληρός και ανυπέρβλητος κόσμος.
Για μένα, αυτή είναι και η μεγαλύτερη δύναμη του μυθιστορήματος που του προσθέτει την ιδιότητα να προσκολλάται στον ορίζοντα των σημερινών αναγνωστών: ο καθένας από μας αναγνωρίζει, πέρα από κάθε κοινωνικοπολιτικό και ιστορικό προσδιορισμό, το βασικά παράλογο χαρακτήρα του συστήματος μέσα στο οποίο ζει, και τις διαδικασίες με τις οποίες αυτό το σύστημα ενδεχομένως να μας παγιδεύει και να μας εξωθεί σε καταστάσεις και συγκυρίες δίχως νόημα (αυτό μπορεί να πάρει τη μορφή του οικονομικού, πολιτικού και κοινωνικού συστήματος κάθε χώρας, των σύνθετων αλλά και αντικρουόμενων κοινωνικών ρόλων που καλείται ο καθένας να αναλάβει στη ζωή του, την επιβίωση μέσα σε τυχαίες, μικρές ή μεγάλες τραγωδίες και ατυχήματα κ.α.). Υπό αυτό το πρίσμα, το «Κιβώτιο», καθώς και άλλα έργα που φέρνουν στο προσκήνιο το Παράλογο και την τεράστια δύναμή του, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τον «Ξένο», κρατούν πάντοτε κάτι σημαντικό να μας πουν, να μας προβληματίσουν, αλλά και να μας αφυπνίσουν, με τον τρόπο που θα ήθελε ο Camus: με πάθος, ελευθερία και εξέγερση. Άλλωστε, ακόμη και ο αφηγητής του «Κιβωτίου», στις τελευταίες αράδες του, προκαλεί συνειδητοποιημένα πια τον φοβερό ανακριτή να τον εκτελέσει, μιας και όλες οι υπόλοιπες διέξοδοι αποδείχτηκαν φρούδες ελπίδες.

Το κιβώτιο, του Άρη Αλεξάνδρου
Εκδόσεις Κέδρος
σελ. 360

_
Δαμιανός Τζούπης
- γράφει για το Artcore
1
Μοιράσου το