Το Κουτσό του Χούλιο Κορτάσαρ
1.
Δεν μπορώ να ισχυριστώ πως αν δεν είχα διαβάσει το συγκεκριμένο μυθιστόρημα θα βουτούσα στον Θερμαϊκό, αλλά σίγουρα θα είχα στερηθεί μία αναγνωστική εμπειρία που ξεπερνά τα στενά όρια της απόλαυσης και προσεγγίζει αυτά του βιώματος. Το “Rayuela” ήταν το δεύτερο μυθιστόρημα του Κορτάσαρ και αποτέλεσε το εφαλτήριο τόσο της διεθνούς φήμης που απέκτησε όσο και της ευρείας αποδοχής του από τους λογοτεχνικούς κύκλους. Ο Κορτάσαρ βέβαια, έχει μείνει περισσότερο γνωστός για τα διηγήματα που συνέγραψε παρά για τα μυθιστορήματά του, αν και το “Rayuela” σε καμία των περιπτώσεων δεν μπορεί να τυποποιηθεί ως ένα παραδοσιακό μυθιστόρημα. Κάθε άλλο μάλιστα, δεδομένου ότι οι λογοτεχνικοί κριτικοί της εποχής το χαρακτήρισαν ως μία διεξοδική επίθεση απέναντι σε όλες τις συμβάσεις που διέπουν τη δομή και τη μορφή ενός μυθιστορήματος.
2.
Η αντισυμβατικότητα που διαπερνά το μυθιστόρημα αποτυπώνεται πρωτίστως στο ότι υπάρχουν δύο εναλλακτικοί τρόποι ανάγνωσής του. Το καινοτόμο αυτό στοιχείο σαφώς και έχει συνδράμει στην αύρα θρύλου που συνοδεύει το “Rayuela”, ενώ προσδίδει μία τρόπον τινά κυριολεκτική χροιά στον τίτλο του, καθώς ο αναγνώστης καλείται να παίξει κάτι σαν κουτσό, περιδιαβαίνοντας τα κεφάλαιά του. Το “Rayuela”, αντί πίνακα περιεχομένων, διαθέτει έναν πίνακα οδηγιών προς τον αναγνώστη, ο οποίος καλείται να επιλέξει ποιο μονοπάτι θα ακολουθήσει. Αυτό της γραμμικής αφήγησης καλύπτει μονάχα ένα μέρος του βιβλίου, δημιουργώντας μία αίσθηση έλλειψης στον αναγνώστη, αποπνέοντας μία υπόνοια πως το κομμάτι που δεν θα διαβάσει, εν τέλει θα περιέχει όλο το ζουμί. Στον αντίποδα, το μονοπάτι του «κουτσού» μας προσκαλεί σε έναν γοητευτικό λαβύρινθο, απ’ όπου όμως απουσιάζουν ο μίτος και η έξοδος. Ο Κορτάσαρ μας τροφοδοτεί με ατελείωτα στρώματα νοημάτων, αναφορών, παραπομπών, διευκρινίσεων, σε μία ατέρμονη περιπλάνηση, την οποία μπορούμε να απολαύσουμε μονάχα αν απαγκιστρωθούμε από την ενστικτώδη μας ανάγκη να τη χαρτογραφήσουμε. Ο Κορτάσαρ μας καλεί να αμφισβητήσουμε και να αποτινάξουμε κάθε επιθυμία «ολοκλήρωσης» και «κλεισίματος». Το “Rayuela” είναι ένας σισύφειος άθλος σε συσκευασία βιβλίου. Ο αναγνώστης καλείται να ηδονιστεί με το ότι θα δαγκώνει αδιάκοπα την ουρά του.
3.
Πέρα όμως από την ρηξικέλευθη δομή και διάρθρωσή του, το “Rayuela” βρίθει τυπογραφικών, γραμματικών, συντακτικών και αφηγηματικών «ανωμαλιών», οι οποίες συντείνουν στη διαπίστωση οτι μπορεί κάλλιστα να εκληφθεί περισσότερο ως λογοτεχνικό πείραμα παρά ως μυθιστόρημα. Κινούμενος σε παραπλήσια συνειρμικά μονοπάτια με αυτά των διηγημάτων του, ο Κορτάσαρ διαταράσσει κάθε έννοια φυσιολογικής ροής, φέρνοντας στην επιφάνεια ταυτόχρονα το τί σκέφτεται, το τί διαβάζει και το τί πράττει ο ήρωάς του. Η συγχώνευση αυτή του θυμικού, του εξωτερικού και του νοητικού προκαλεί μία εξαίρετη σύγχυση. Μία πανέμορφη ανακατωσούρα, όμοια με το χάος της ύπαρξης και της ζωής. Ο Κορτάσαρ δεν προσβλέπει σε αναγνώστες –παθητικούς δέκτες ενός κειμένου. Αντιθέτως, αποζητά αναγνώστες –συνένοχους σε μία καλαίσθητη παραβατικότητα. Η συγγραφή και η ανάγνωση είναι ένα παιχνίδι διασκεδαστικό και ταυτόχρονα επίπονο. Ο συγγραφέας και ο αναγνώστης χαμογελούν την ώρα που στέκονται στο ένα πόδι, αλλά συγχρόνως αιωρούνται σε ένα αβαθές κενό, χωρίς κανένα δίχτυ ασφαλείας. Επιπροσθέτως, ο Κορτάσαρ στο “Rayuela” αποδεικνύει οτι μπορεί να χειριστεί με αφοπλιστική άνεση πάμπολλες συγγραφικές μανούβρες. Αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, παντόπτης τριτοπρόσωπος αφηγητής, εγκιβωτισμοί, αυτόματη παραληρηματική γραφή, πλούσιες μεταφορές, ρεαλιστικές στιχομυθίες. Ο Κορτάσαρ εισάγει το στοιχείο του απόκοσμου και του εξωπραγματικού από την πίσω πόρτα μιας απτής και απόλυτα γήινης πραγματικότητας που περιγράφει. Μεταδίδει το ανοίκειο περιβάλλοντας τον αναγνώστη με μία θερμή οικειότητα.
4.
Ο κεντρικός ήρωας του “Rayuela” είναι ο Οράσιο Ολιβέιρα, ένας natural-born bohemian δίχως ξεκάθαρο σκοπό στη ζωή. Τυλιγμένος σε ένα κουκούλι από αλκοόλ, τέχνη και εύγλωττες σκέψεις, ο Οράσιο αναζητά παθιασμένα ένα κέντρο. Έναν κόμβο που να ενοποιεί όλες τις παρακάμψεις του μυαλού, έναν πυρήνα που να συμμαζεύει το χάος του εγκεφάλου του. Ο Οράσιο έχει ανακηρύξει με πάθος και στόμφο τον εαυτό του ολότελα αποτυχημένο και ρουφάει με λαγνεία κάθε γουλιά αυτής της αποτυχίας. Ο Οράσιο είναι αναπόφευκτα σαγηνευτικός, αλλά εξίσου αναπόφευκτα αντιπαθητικός. Παραδίνεται στον ναρκισσιστικό αυνανισμό του χαμένου κορμιού και της υπερβολικά έξυπνης και προικισμένης ψυχής για τα μέτρα αυτού του γκρίζου κόσμου. Απορρίπτει την ύπαρξη νοήματος, χωρίς να παύει να το αναζητά. Οικτίρει και μαστιγώνει τον εαυτό του, αλλά εξακολουθεί να πιστεύει πως είναι ο κόσμος αυτός που οφείλει να αλλάξει, προκειμένου να αναγνωριστεί η δική του αξία. Υποτιμά τη σύντροφό του για την απλότητα με την οποία βιώνει και νιώθει τα όσα την περιβάλλουν, επιθυμώντας κατά βάθος να είχε ο ίδιος τη δυνατότητα να πορευτεί στη ζωή τόσο απλά και αβίαστα όπως αυτή. Δεν συνδέεται μαζί της ενόσω είναι ζευγάρι και την αναπολεί νοσταλγικά ενόσω είναι χώρια. Από το Παρίσι θα επιστρέψει στο Μπουένος Άιρες, μονάχα για να εμπλακεί σε έναν ακόμη φαύλο κύκλο. Ο Οράσιο βρίσκεται σε μία συνεχή κατάσταση μάχης, ενάντια στον εαυτό του, ενάντια στους ανθρώπους, ενάντια στην κοινωνία. Ο Οράσιο θέλει να βυθιστεί στην ανυπαρξία, αλλά έχει ιδεοληπτική εμμονή με τη μνήμη. Κι όσο θυμάται, θα συνεχίσει να υπάρχει. Και να κουβαλά το βαρύ φορτίο του, κουτσαίνοντας οικειοθελώς.