Το παιχνίδι της χήνας, του Erri De Luca
«Δεν ξέρω από ποιας λογής μάνα μπορούσες να έρθεις στον κόσμο, γιε, που δεν μπορώ να σε πω γιο μου. Απόψε με ακούς προσεκτικά να σου αφηγούμαι.» Έτσι ξεκινάει το κύριο σώμα της αφήγησης του ο Erri De Luca στο «Παιχνίδι της χήνας» (μετάφραση Άννα Παπασταύρου, εκδόσεις Κέλευθος, 2019). Πρόκειται για ένα σύντομο αλλά και βαθιά εξομολογητικό έργο στο οποίο ο αφηγητής ξεκινά (και γράφει) ένα μονόλογο που απευθύνεται στη φανταστική μορφή ενός γιου, ο οποίος ωστόσο δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, τον οποίο δεν κατόρθωσε ή δε θέλησε να αποκτήσει ποτέ. Με αυτή τη φόρμα, βρίσκει την ευκαιρία να αρχίσει την αφήγηση για «λίγη απ’ τη ζωή που χάθηκε».
Ωστόσο, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου, αυτό που το καθιστά κατά τη γνώμη μου ιδιαιτέρως αποτελεσματικό και ειλικρινές ως προς την εξομολογητική του διάθεση και το περιεχόμενο, είναι η τροπή που παίρνει η αφήγηση. Κι αυτό γιατί δεν πρόκειται για ένα βιβλίο στο οποίο ο αφηγητής βρίσκει απλώς μιαν αφορμή με τη μορφή ενός φανταστικού γιου για να αναπτύξει λεπτομερώς τις αναμνήσεις, τις εμπειρίες, τις σκέψεις, τις αξίες και τις πράξεις του. Ούτε είναι αυτός ο «γιος» απλώς μια ψυχολογική προβολή ενός ονείρου που δεν πραγματοποιήθηκε και έμεινε απωθημένο. Ο Erri De Luca κάνει μια σοφή επιλογή: πολύ σύντομα μετατρέπει το μονόλογο του «πατέρα» σε έναν διάλογο με το «γιο», δίνοντας μια διαφορετική δυναμική στο έργο.
Ειδικότερα, ο «γιος» εξελίσσεται, πέρα από αφορμή εξομολόγησης και ενσάρκωσης ενός ματαιωμένου ονείρου, και σε μια διαφορετική εκδοχή του «πατέρα», σε μια διαφορετική φωνή εντός του κειμένου, η οποία συχνά συγκρούεται με την κυρίαρχη, διαφωνεί μαζί της, επισημαίνει ασάφειες, αδύναμα σημεία, κενά ή αντιφάσεις στα λεγόμενα του «πατέρα», φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με τα προβλήματα που ανακύπτουν όταν κάποιος προσπαθεί να συντάξει μια συνεκτική αφήγηση της ζωής και των απόψεών του. Κατά κάποιον τρόπο, μέσα στο «Παιχνίδι της χήνας», «πατέρας» και «γιος» είναι πλευρές ενός διχασμένου συνόλου (του αφηγητή που αποφασίζει να γράψει και να αφηγηθεί μια ζωή), με την καθεμία φωνή να εκφράζει εντελώς διαφορετικές ή και απλώς αποκλίνουσες ή ιδιαίτερες απόψεις για το θέμα που κάθε φορά απασχολεί την αφήγηση. Έτσι, για παράδειγμα, μπορεί να έχουμε μια διαφωνία-σύγκρουση του «πατέρα» με το «γιο» για την πίστη, ή για την πολιτική, ή για την λογοτεχνία και τη συγγραφή. Είναι ένα μέσο που επιλέγεται σκόπιμα για να φέρει στην επιφάνεια τις συχνά αντικρουόμενες σκέψεις και επιθυμίες του ίδιου ατόμου, που ρίχνει φως στην πολυπλοκότητα της ταυτότητάς (ή των ταυτοτήτων) του, στις αντιφάσεις και την αναποφασιστικότητα απ’ την οποία μπορεί να πάσχει ο εαυτός, απ’ την αδυναμία ή, τουλάχιστον, τη δυσκολία να αντιληφθεί και να συνθέσει τις ποικίλες και συχνά ασυμβίβαστες μεταξύ τους θέσεις που ενυπάρχουν στο νου του ενός. Βέβαια, στο τέλος του έργου, μετά από αυτή την επίπονη διαδικασία έρχεται η λύση (όποια κι αν είναι αυτή), όταν ο φανερός διχασμός «πατέρα»-«γιου» τελειώνει και ο «γιος» ταυτίζεται ξανά με τον «πατέρα», με μια συμφιλίωση που μπορεί να μην είναι ολοκληρωτική (αφού μέσα στην ψυχή του ανθρώπου πάντα θα υπάρχουν οι θέσεις και οι αντιθέσεις τους), αλλά που είναι ουσιαστική, γινόμενη σε κλίμα αμοιβαίας κατανόησης.
Σε άκουσα σα γιος γιατί θέλησες να έρθω κοντά σου.
Έμεινα για λόγους υπακοής και για να μάθω κάτι απ’ αυτό που είσαι.
Ξέρω αρκετά για σένα […]
Με κόλλησες. Τώρα σκορπίζω κι εγώ εικόνες εδώ κι εκεί. […]
Δε βγαίνω, επιστρέφω. Επιστρέφω στο χώρο σου, απ’ όπου βγήκα γιατί μου άφησες μια θέση.
Ξαναγυρίζω στο σώμα σου.
Αυτή η εξομολόγηση, με τον τρόπο που γίνεται, με τον ουσιαστικό διάλογο «πατέρα» και «γιου», μέσα απ’ τον οποίο φιλτράρονται και εξετάζονται όλα τα γεγονότα της ζωής που επιλέγει να παρουσιάσει ο αφηγητής αλλά και οι απόψεις και τα πιστεύω του, είναι μια πράξη πολύ σημαντική, με βάθος και περιεχόμενο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, αλλά και κυρίως προς το τέλος της, ο αφηγητής αναφέρει ξανά και ξανά την πίστη του στις λέξεις, στη δύναμή τους να μεταφέρουν πολύ μεγαλύτερο «βάρος» από το δικό τους, να επικοινωνούν έναν ολόκληρο κόσμο σημασιών. Ο Erri De Luca δηλώνει άλλωστε ένας πιστός του λεξικού. Κι όπως λέει ο «πατέρας»:
Οι λέξεις, γιε μου, δεν εφευρίσκουν την αλήθεια, η οποία έτσι κι αλλιώς υπάρχει.
Δίνουν στην αλήθεια την ξαφνική διαύγεια, που της αφαιρεί τη φυσική της θολότητα κι έτσι την αποκαλύπτουν.Οι λέξεις είναι το εργαλείο των αποκαλύψεων.
Έτσι η φόρμα του κειμένου, ο διάλογος-αντίλογος ο οποίος διατρέχει και σχολιάζει το περιεχόμενο της ζωής του αφηγητή, είναι ένας τρόπος να διεισδύσει ο αναγνώστης, ιδιαίτερα μέσα απ’ τις διαφωνίες, τους μικρούς διαξιφισμούς και τα σχόλια που ενσωματώνονται, στην ίδια την ουσία της εξομολόγησης, να την αντιληφθεί με μεγαλύτερη καθαρότητα και σε μεγαλύτερη εστίαση, και να στοχαστεί πάνω της. Και κυρίως, διαβάζοντας μιας τέτοιας μορφής εξομολόγηση να αντιληφθεί τον προσωπικό τόνο και να αισθανθεί μια οικειότητα στην αφήγηση, χάρη στην έντονη και πολύ προσωπική σχέση «πατέρα»-«γιου».
Αυτή η ιδιότητα της γλώσσας, ιδίως στη λογοτεχνία, να αποκαλύπτει και να προσφέρει διαύγεια στη ζωή, είναι και ο λόγος για τον οποίο αυτός ο ουσιαστικός και εξομολογητικός διάλογος «πατέρα»-«γιου» αναδεικνύεται σε κάτι τόσο σπουδαίο από το έργο. Για τον αφηγητή, μάλιστα, αυτή η στιγμή, που μιλάει με τον γιο που δεν είχε, ισοδυναμεί με ένα απ’ τα πιο σημαντικά στάδια μιας ζωής: είναι ένας σταθμός σε αυτό που αποκαλεί το Παιχνίδι της Χήνας.
Έχω ένα σώμα και δέχτηκα να παίξω το παιχνίδι, να ζήσω μέσα σ’ αυτό. Ποιο παιχνίδι; Το Παιχνίδι της Χήνας. Ρίχνεις το ζάρι και μετακινείσαι σε μια ελικοειδή πίστα.
Είναι ένα παιχνίδι μιας διαδρομής, οι σταθμοί έχουν συνηθισμένα ονόματα: πανδοχείο, πηγάδι, φυλακή, λαβύρινθος, σκελετός.
Το σώμα είναι το παιχνίδι, εγώ είμαι το πιόνι.
Το τραπέζι, ο πάγκος απόψε είναι ένα τετραγωνάκι.
Εμείς είμαστε μέσα κι είναι η σειρά σου να ρίξεις το ζάρι.
Και ο γιος, λίγο πιο κάτω, λέει: «Και το παιχνίδι; Μάλλον, ο μεγάλος γύρος της Χήνας, μια αναγκαστική πορεία.»
Στο αναγκαστικό «παιχνίδι» της ζωής, όπου το σώμα και οι δυνατότητές του είναι αυτό που έχουμε, όπου η πορεία και οι συνθήκες συχνά είναι εκτός ελέγχου, γεννήματα της τύχης, ο αφηγητής επιλέγει να αναφέρει ως σημαντικό σταθμό αυτόν της εμπειρίας ενός διαλόγου με το «γιο». Κατά κάποιο τρόπο, όλο το βιβλίο, η εξομολογητική καταγραφή, με τις πανίσχυρες λέξεις της λογοτεχνίας, αυτής της φανταστικής συζήτησης, αυτών των θέσεων και των αντιθέσεων, είναι ένα απαραίτητο στάδιο απ’ το οποίο περνάει κανείς για να αποκαλύψει τον εαυτό του και για να κατορθώσει στη συνέχεια να αποκαλύψει το ίδιο το «παιχνίδι της ζωής», για να το κατανοήσει καλύτερα, κοιτάζοντας αναδρομικά και εξετάζοντας όσα έζησε. Και, ποιος ξέρει, θα συμπλήρωνα εγώ, ίσως και να κλέψει λιγάκι!
Το παιχνίδι της χήνας, του Erri De Luca
Mετάφραση: Άννα Παπασταύρου
Εκδόσεις Κέλευθος
σελ. 240