Toni Erdmann, του Maren Ade
Αυτή την αποκαρδιωτική καθημερινότητά της, θα επιχειρήσει να ανατρέψει ο καλόκαρδος πατέρας της, παίζοντας έναν ρόλο: του Toni Erdmann, ενός παράξενου τύπου με γκροτέσκα οδοντοστοιχία, γελοία περούκα και επίσημο (αλλά εξ αυτού εντελώς παράταιρο) ντύσιμο, που παρεισφρέει στις υπερβολικά σημαντικές συναντήσεις της Ines με τα «μεγάλα κεφάλια» του κεφαλαίου, και τα κάνει όλα ρημαδιό.
Το “Toni Erdmann”, με την εντυπωσιακή του φεστιβαλική πορεία (βραβείο FIPRESCI, Grand Prix Καλύτερης Ταινίας, στο επίσημο διαγωνιστικό των Καννών, υποψηφιότητα για βραβείο Lux, καλύτερη ταινία και καλύτερο σενάριο στο Διεθνές Φεστιβάλ των Βρυξελλών) και την πλούσια συγκομιδή του από διθυραμβικές κριτικές στον ξένο -οσονούπω και στον εγχώριο- τύπο, περιμένεις πως θα έχει κάτι στ” αλήθεια πρωτότυπο να πει ή, τουλάχιστον, έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα τρόπο να πει κάτι προφανές. Δεν συμβαίνει αυτό, δυστυχώς.
Ποιος ο λόγος, λοιπόν, που η τρομερά υπερτιμημένη ταινία της Maren Ade (“Everyone Else”), δημιούργησε τόση αίσθηση; Απλό: είναι μια ταινία της εποχής της, μια ταινία που βλέπει κριτικά την εποχή της και που της επιτίθεται με πλάγιο τρόπο, κι αυτό στις μέρες μας, φαίνεται πως αρκεί σε πολλούς για να χαρακτηρίσουν ένα φιλμ -αβασάνιστα και ελαφρά τη καρδία-, «αριστούργημα».
Είναι τόσο κακό, θα ρωτήσει κανείς, να μιλάει ένα κινηματογραφικό έργο για το σήμερα ή να προτείνει, με ένδυμα το γλυκόπικρο χιούμορ, έναν τρόπο να υπερβούμε την καταπιεστική συνθήκη την οποία τυραννικά μας επιβάλει η μοντέρνα κατάσταση; Σαφέστατα όχι. Αλλά δεν αρκεί μόνο αυτό. Πριν και πάνω απ’ όλα, ένα κινηματογραφικό έργο πρέπει να είναι έργο τέχνης κι όχι κεκαλυμμένο ρεπορτάζ για την κρίση και το πώς μετατρέπει τους ανθρώπους που δεν κατασπαράζει, σε ψυχικά ασταθή ζόμπι, με άλλοθι την κωμωδία χαρακτήρων.
Η Maren Ade, συνέλαβε μια απλούστατη ιστορία, το «νερόβραστο» -και ολίγον αντιδραστικό θα πουν οι φίλοι μας οι μαρξιστές- ανάλογο της οποίας, μας έχει σερβίρει χιλιάδες φορές το Χόλλυγουντ, σε σχέση με την αποξένωση γονιών και παιδιών, τις κωμικοτραγικές προσπάθειες υπέρβασης της απόστασης και την επιστροφή (ως υπαρξιακή μεταστροφή) στις «απλές» αξίες και χαρές της ζωής -την αληθινή επικοινωνία, την επαφή με τα αγαπημένα πρόσωπα, την ανεμελιά, την παιδική επιπολαιότητα ως αντίδοτο σ” ένα σύμπαν απονευρωμένων «ενηλίκων». Δεν τίθεται, προφανώς, ζήτημα καινοτομίας. Εδώ, το φόντο είναι που κάνει όλη τη διαφορά. Το οξύ, περιπαικτικό, ανυποχώρητο βλέμμα στον απάνθρωπο κόσμο της οικονομικής εξουσίας, των συμφερόντων, της διαπλοκής, των κυνικών στρατηγικών και των κενόδοξων -a priori κωμικών- πλασμάτων που τον κατοικούν.
Με πρόσχημα την «παράνομη» εισχώρηση ενός ανθρώπου που δεν έχει καμία σχέση με όλα αυτά, ενός «άπιστου» (που, καθόλου τυχαία, είναι ένας αυτοσχέδιος παλιάτσος, δηλαδή μια ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της «σοβαρότητας» -μακρινός συγγενής ενός Σταυρόγκιν, ίσως, που λίγο απέχει απ” το να δαγκώσει κι αυτός το αυτί κάποιου αλαζονικού ηλίθιου) στο κρυφό ιερατείο εκείνων που κανονίζουν τις τύχες των πολλών και παίρνουν τις «μεγάλες» αποφάσεις, το “Toni Erdmann” οργανώνεται σταδιακά σαν μια αρκούντως ρεαλιστική -παρά τις διάσπαρτες υπερβολές- καταγραφή της σύγχρονης κατάστασης πραγμάτων, χρησιμοποιώντας το συναισθηματικό κομμάτι της πλοκής ως αντίβαρο και δραματουργικό εργαλείο αποσυμπίεσης, όταν τα πράγματα γίνονται, ίσως, υπερβολικά «πολιτικά» για τα γούστα των πολλών, εκείνων που μπήκαν στην αίθουσα με σκοπό να δουν μια κωμωδία για έναν ανώριμο πατέρα που τα ξαναβρίσκει, περνώντας σαράντα κύματα, με την «σκύλα» κόρη του.
Μα τα κλισέ αυτής της ιστορίας αργοπορημένης συμφιλίωσης και αποδοχής, είναι όλα εδώ: η ανάπτυξη των χαρακτήρων -κατά κύριο λόγο της κόρης, δηλαδή, που οφείλει να δει τη ζωή με άλλο μάτι- πατάει σε πολύ γνώριμους σεναριακούς αναβαθμούς ψυχολογισμού, η ισορροπία μεταξύ συγκινητικού και αστείου (που δεν είναι πάντα πετυχημένη) βασίζεται σε δοκιμασμένες συνταγές, η διαλεκτική πορεία αποκατάστασης της προβληματικής σχέσης, τελείται κάπως κοινότοπα, μέσα από σκηνές που αντιπαραβάλλουν τον ανατρεπτικό αυθορμητισμό του πατέρα (η φυσική πλευρά, ο τρόπος του ενστίκτου) με την εξουθενωτικά ελεγχόμενη συμπεριφορά της κόρης (η τεχνητή πλευρά, ο τρόπος του πολιτισμού).
Αν το ζητούμενο ήταν η αιχμηρή σάτιρα της τεχνοκρατικής μετάλλαξης του ανθρώπου σε κάτι που προκαλεί, σε ίσες δόσεις, φρίκη και οίκτο (υπάρχουν σκηνές σαδομαζοχιστικής εκτόνωσης της Ines, που θυμίζουν τη «La pianiste» του Michael Haneke -άλλη μια τρομακτική περίπτωση ανάλγητου αυτοελέγχου που καταφεύγει στη βία ή τον εξευτελισμό για να νιώσει κάτι, οτιδήποτε), τότε θα ήμασταν εν μέρει σύμφωνοι με την προσέγγιση της Ade. Αν, πάλι, επρόκειτο μόνο για την αντιδιαστολή δυο αλληλοαποκλειόμενων τρόπων ζωής, εκ των οποίων ο ένας είναι πιθανότατα η λύτρωση του άλλου κι η διέξοδος απ” το μαρτύριό του, θα βρίσκαμε το “Toni Erdmann” τουλάχιστον συνεπές ως διαλεκτικό παιχνίδι.
Εδώ, όμως, γίνεται μια προσπάθεια να ειπωθούν πάρα πολλά, πράγμα που οδηγεί την σκηνοθέτιδα στο μεγαλύτερο, κατά τη γνώμη μας, λάθος της: την τεράστια, εξαντλητική, σχεδόν ανυπόφορη διάρκεια της ταινίας (σχεδόν τρεις ώρες!), που μετατρέπει την παρακολούθηση του έργου σε δοκιμασία. Γιατί πόσες απ” τις γελοίες φάρσες του Winfried μπορεί να αντέξει ο θεατής; Πόσες συναντήσεις με αφεντικά, αναφορές, ανούσια πάρτυ και υποχρεώσεις; Προκειμένου να μας κάνουν να μπουχτίσουμε τη ζωή της Ίνες, γεμίζουν το φιλμ με μια σειρά από σκηνές οι οποίες κυμαίνονται μεταξύ προκάτ κοινωνικού προβληματισμού, πληκτικής φλυαρίας και σουρεαλισμού (η εκσπερμάτωση στο γλυκό, η… γυμνή συνάθροιση λίγο πριν το φινάλε), χωρίς πολλή έμπνευση, χωρίς σπιρτάδα, χωρίς ιδιαίτερη πλάκα (εντάξει, Γερμανοί είναι οι άνθρωποι, δεν φημίζονται κιόλας για το χιούμορ τους).
Και θα ήμασταν σε θέση να παραβλέψουμε τα περισσότερα από τα παραπάνω (όχι, όμως και τη διάρκεια της ταινίας που ειδικά για μια κοινωνική κομεντί -ή δραμεντί έστω- είναι αδικαιολόγητη και καταστροφική), αν, τουλάχιστον, το φιλμ διέθετε κάποιες αισθητικές αρετές. Αλλά και σ” αυτό τον τομέα πάσχει. Η Ade θέλησε για την ταινία της ένα «ντοκιμαντερίστικο» ύφος, στεγνό, μίνιμαλ, κατ” ουσίαν ένα μη-ύφος. Κανένα πρόβλημα, ξαναλέμε, αν το φιλμ διαρκούσε μιάμιση ώρα -που θα μπορούσε να διαρκεί τόσο, μια και οι πιο «ζουμερές» ιδέες του άνετα χωράνε σε 90 λεπτά, και τότε θα ήταν πραγματικά αποτελεσματικό-, όταν όμως θέλεις τα μάτια του άλλου να μένουν κολλημένα στο πανί για τρεις ολόκληρες ώρες και να μην λοξοδρομούν επ ουδενί προς το ρολόι του (προσωπικά, κοίταξα την ώρα πάνω από πέντε φορές), πρέπει με κάτι να δελεάσεις το βλέμμα. Δεν υπάρχει, όμως, και πλοκή για να σε κρατήσει συνεπαρμένο.
Το “Toni Erdmann” απλώς εξαντλείται (και εξαντλεί) στην παράθεση μεγάλων σεκάνς που χρονοτριβούν αδικαιολόγητα, ξεδιπλώνοντας -υποτίθεται- τις δυναμικές μιας δυσλειτουργικής σχέσης, «αναπτύσσοντας» τους χαρακτήρες (άλλη «καραμέλα» της κριτικής αυτή), ενώ παράλληλα «πριονίζουν», σημειολογικά, το κλαρί πάνω στο οποίο ασκούνται οι νέες μορφές εξουσίας -και μαζί τις αντοχές του θεατή. Κι όλα αυτά για να οδηγηθούμε σε μια μάλλον προβλέψιμη κατακλείδα, χωρίς την παραμικρή έκπληξη, αφού απ” τον καιρό της «Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας» του Ντίκενς (κι από πολύ πιο παλιά, εδώ που τα λέμε), είναι γνωστό ότι ο «γρουσούζης», μίζερος, μικρόψυχος θα καταλάβει πως πήρε τη ζωή του λάθος και -νομοτελειακά- θ’ αλλάξει ζωή.
Δεν είναι κακό το “Toni Erdmann” (αν βρισκόταν δε κάποιος να του αφαιρέσει καμιά ογδονταριά λεπτά -τουλάχιστον- θα μπορούσαμε να μιλάμε για ένα τίμιο, ενδιαφέρον φιλμ) απλώς δεν συγκλονίζει, όπως το θέλουν όλοι εκείνοι που γράφουν τους διθυράμβους, πεπεισμένοι ότι συντονίζονται καλύτερα με τους καιρούς τους, άρα γίνονται και πιο «χρήσιμοι», όταν υμνούν τις ταινίες εκείνες που μιλάνε τη γλώσσα της «αλήθειας» -γιατί, ξέρετε, η αλήθεια πάνω απ” όλα.
Όμως η αλήθεια, είναι το αντικείμενο της φιλοσοφίας, όχι της τέχνης -και δη της μεγάλης. Ποιο είναι το αντικείμενο της τέχνης; Ας θυμηθούμε τον Κωνσταντίνο Τζούμα, και τον τρόπο με τον οποίο απάντησε όταν τον ρώτησαν σε μια συνέντευξη, τι ψάχνει στην τέχνη: τη μαγεία, είχε πει σοφά, όχι την αλήθεια. Να τι δεν βρίσκεις, όσο και να ψάξεις, στο “Toni Erdmann” -ούτε μια στιγμή κινηματογραφικής μαγείας. Ίσως την επόμενη φορά, αγαπητή Maren Ade.
Toni Erdmann, του Maren Ade
Είδος: Κωμωδία, Δραματική
Διάρκεια: 162'
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine