Τοστ Ζαμπόν, του Charles Bukowski
Ο Charles Bukowski (1920 – 1994) είναι μια από τις εμβληματικότερες μορφές της αμερικανικής ποίησης και πεζογραφίας. Αν και γεννήθηκε στο Άντερναχ της Γερμανίας, η οικογένειά του -πολωνικής καταγωγής- μετακόμισε στις Η.Π.Α όταν εκείνος ήταν μόλις τριών ετών. Προτού στραφεί στην ποίηση, έκανε διάφορες εφήμερες δουλειές (μεταξύ άλλων δούλεψε σε νεκροτομείο, πορνείο, ταχυδρομείο, επιπλοποιείο, εταιρεία δημοσιογραφίας) και σε ηλικία 24 ετών δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα. Η ποίηση τον κέρδισε περίπου μία δεκαετία αργότερα, όταν ήταν 35 ετών, και από τότε δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Συνολικά, η κληρονομιά που άφησε αριθμεί πάνω από 40 βιβλία, αρκετά εκ των οποίων έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, ενώ ποιήματα και μικρά διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες σε όλο τον κόσμο. Έφυγε από τη ζωή το 1994, αφήνοντας μια πολυσήμαντη παρακαταθήκη που σημάδεψε ανεξίτηλα τον κόσμο της λογοτεχνίας.
Το μυθιστόρημα του Charles Bukowski «Τοστ Ζαμπόν» αποτελεί μια ημιαυτοβιογραφική καταγραφή των πρώιμων χρόνων της ζωής του συγγραφέα, μέσα από τη φωνή μίας μυθοπλαστικής φιγούρας, του λογοτεχνικού alter ego του, που ακούει στο όνομα Henry Charles Chinaski. Τα γεγονότα της αφήγησης, τα οποία διαδραματίζονται στο Λος Άντζελες, στην πόλη όπου μεγάλωσε ο Bukowski, καλύπτουν τα χρόνια από τη γέννηση του κεντρικού χαρακτήρα, το 1920, μέχρι το έτος 1941.
Το «Τοστ Ζαμπόν» είναι, ίσως, το πιο σκληρό και παράλληλα καταθλιπτικό βιβλίο του Bukowski, αφού πρόκειται για μια αφοπλιστικά ειλικρινή και κυνική καταγραφή των σκληρών παιδικών και νεανικών χρόνων του Αμερικανού συγγραφέα. Ο μικρός Chinaski – ή αλλιώς ο δικός μας Charles- υπομένει σχεδόν καθημερινά τη βασανιστική σωματική και ψυχική βία που του ασκεί ο ιδιόρρυθμος πατέρας του και συνάμα την «απουσία» της μητέρας του, η οποία έχει υιοθετήσει μία στάση παθητικής αδράνειας απέναντι στα βίαια παραληρήματα του πατέρα. Μητέρα και παιδί αποτελούν τα θύματα ενός ανεξέλεγκτου άντρα. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που στην πρώτη σελίδα του βιβλίου, ο Bukowski το αφιερώνει σε «όλους τους πατεράδες».
Η ζωή του μικρού Chinaski δεν έχει τίποτα κοινό με την ανέμελη ζωή των περισσότερων παιδιών. Στην πραγματικότητα, ο Chinaski δεν ένιωσε πότε την ξεγνοιασιά της παιδικής ηλικίας, αντίθετα, ωρίμασε πολύ νωρίς, γεγονός που καταλαβαίνει ο αναγνώστης όχι μόνο από τα γεγονότα που εξιστορούνται στο βιβλίο, αλλά και από τις υπαρξιακές και μεταφυσικές σκέψεις του ήρωα, σκέψεις που παρεμβάλλονται συνεχώς στο κείμενο. Ο πρωταγωνιστής συνηθίζει να στρέφεται σε αυτές όποτε αδυνατεί να ανταπεξέλθει στη σκληρή πραγματικότητα, όταν αναζητά άμεσα ένα καταφύγιο για να αποπροσανατολίσει το μυαλό του από το βίαιο παρόν, όταν μάταια πασχίζει να αποστραφεί ολοκληρωτικά από το περιβάλλον του. Όταν έρχεται η στιγμή να ανακαλέσει στη μνήμη του τα αποκρουστικά στιγμιότυπα του παρελθόντος, επιστρατεύει όλο τον σαρκασμό και το χιούμορ που διαθέτει, ώστε να μετριάσει την έντονη και φορτισμένη ατμόσφαιρα.
Άκουσα τον πατέρα μου να μπαίνει. Πάντα κοπανούσε την πόρτα. Βάδιζε βαριά και μιλούσε δυνατά. Ήταν στο σπίτι. Ύστερα από λίγο άνοιξε η πόρτα της κάμαράς μου. Ο πατέρας μου ήταν δυο μέτρα ντερέκι, τεράστιος […] η βιαιότητά του έκανε τα πάντα γύρω του να αφανιστούν ολότελα. Ήταν όλος αυτιά, μύτη, στόμα, στα μάτια του δεν μπορούσα να κοιτάξω, δεν υπήρχε παρά μονάχα το κόκκινο θυμωμένο πρόσωπό του […] Μ’ άρχισε με τη λουρίδα. Το πρώτο χτύπημα πιο πολύ με τάραξε παρά με πόνεσε. Το δεύτερο με πόνεσε πιο πολύ. Κάθε μετέπειτα χτύπημα μεγάλωνε τον πόνο.
Ακολουθώντας τα βήματα του νεαρού Chinaski αντιλαμβάνεσαι πως τα μέτωπα που ανοίγονται μπροστά του είναι πολλά και καλείται να αντιμετωπίσει όλο και περισσότερες προκλήσεις: το νοσηρό οικογενειακό περιβάλλον, τους χλευασμούς από τους συμμαθητές του λόγω της καταγωγής του και, τέλος, τις βάναυσες θεραπείες για τη σοβαρή ακμή που τον ταλαιπωρούσε στα εφηβικά του χρόνια. Πολύ σύντομα, βρίσκει καταφύγιο στην απομόνωση και στην κατάθλιψη, γίνεται επιρρεπής στις καταχρήσεις και αθυρόστομος με τους γύρω του.
Κάθισα στον καναπέ. Ωραία ήταν να μεθάς. Αποφάσισα ότι μια ζωή θα έπινα και θα μεθούσα. Έβγαζε από τη μέση ό,τι ήταν προφανές, κι αν μπορούσες συχνά να μένεις μακριά από το προφανές, δεν θα γινόσουν ο ίδιος προφανής.
Η γλώσσα του Bukowsk είναι προκλητικά ωμή, χυδαία και κυνική – ένας συγκερασμός πικρίας, καυστικότητας, αμεσότητας, μηδενισμού και σαρκασμού. Ήδη από τις πρώτες σειρές γίνεται σαφές πως δεν υπάρχει πουθενά χώρος για επιτήδευση.
Η εντύπωση που σου αφήνει το συγκεκριμένο βιβλίο είναι αμφιλεγόμενη, ή μάλλον «περίεργα περίεργη», αφού η αφήγηση προκαλεί στους αναγνώστες αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα. Το «Τοστ Ζαμπόν», όπως και τα περισσότερα βιβλία του Bukowski, είναι τρομακτικά αστείο και συνάμα πολύ λυπηρό. Από τη μία, σε καθηλώνει η αστείρευτη ευθύτητα του ήρωα, καθώς αναφέρεται στα σκληρά γεγονότα που τον στιγμάτισαν, ενώ την ίδια στιγμή ξεκαρδίζεσαι με το ευφυές χιούμορ και τον τραχύ σαρκασμό που τα περιγράφει. Η σύζευξη αυτών των ετερόκλητων χαρακτηριστικών, δημιουργεί ενδόμυχα μία σύγχυση – «μπουκοφσκική» για την ακρίβεια.
Τοστ ζαμπόν, του Charles Bukowski
Μετάφραση - Επίμετρο: Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης
Εκδόσεις Μεταίχμιο
σελ. 395