Twin Peaks: The Return
Ο Lynch, ένας από τους πλέον ιδιαίτερους αλλά και ακριβοθώρητους κινηματογραφικούς δημιουργούς, είχε μείνει μακριά από τη σκηνοθεσία για σχεδόν μία δεκαετία, αφού το τελευταίο του κινηματογραφικό εγχείρημα, το “Inland Empire”, κυκλοφόρησε το 2006. Έκτοτε, ο Lynch αναλώθηκε στη συγγραφή βιβλίων, απέκτησε το δικό του club (το “Silencio”) και εντρύφησε στον υπερβατικό διαλογισμό, στον οποίο μάλιστα αποδίδει πολλές από τις πιο ιδιαίτερες και ενδιαφέρουσες δημιουργικές ιδέες με τις οποίες διαποτίζει το κινηματογραφικό, αλλά και τηλεοπτικό, του έργο. Το “Inland Empire”, ωστόσο, δύσκολα το κατατάσσει κανείς στις κορυφαίες στιγμές του Lynch, αφού παρά τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ιδέες, αλλά και την πρωτότυπη και συναρπαστική σπουδή του πάνω στη δημιουργική διαδικασία, την αναζήτηση ταυτότητας και, όπως πάντα, τα όρια μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, το τελικό αποτέλεσμα φαντάζει χαοτικό και αυστηρά προσωπικό, σε σημείο που να αποξενώνει τον θεατή και να καθίσταται απροσπέλαστο.
Όταν, λοιπόν, ο Lynch καλείται να αναμετρηθεί με την τρίτη σεζόν ενός τόσο σημαντικού έργου, όπως είναι το “Twin Peaks”, οι απαιτήσεις και οι δυσκολίες φαντάζουν σχεδόν δυσθεώρητες. Διότι αφενός καλείται να επιστρέψει στη δημιουργική του φόρμα και αφετέρου, να σταθεί στο ύψος του πρωτότυπου, καθώς οι προσδοκίες των οπαδών της σειράς -που έχει αποκτήσει ένα εντυπωσιακό cult status, καθώς και ένα τεράστιο κοινό, το οποίο και διατηρεί ανέπαφο 27 χρόνια μετά το ντεμπούτο της- είναι υψηλότατες.
Οι παγίδες που έπρεπε να αποφύγει o Lynch είναι πολλές. Με κυριότερη εξ αυτών το να μην παραδοθεί στη φλυαρία, η οποία κυριάρχησε στη δεύτερη σεζόν της σειράς, ιδίως στο δεύτερό της μισό, φορτώνοντας με ένα κάρο άχρηστες υπο-πλοκές και δευτερεύοντες χαρακτήρες τη βασική πλοκή, οδηγώντας πολλούς από τους φανατικούς της να αλλάξουν κανάλι, και το δίκτυο ABC στην απόφαση να την ακυρώσει μετά από μόλις δύο κύκλους. Το αν θα καταφέρει να κρατήσει τον αφηγηματικό ρυθμό αρκούντως σφιχτοδεμένο είναι κάτι που θα φανεί στην πορεία, αφού τα 18 επεισόδια είναι πολλά, ωστόσο το αισιόδοξο της όλης υπόθεσης είναι ότι ο Lynch φαίνεται να διατηρεί τον απόλυτο δημιουργικό έλεγχο του εγχειρήματος, κάτι που δεν ίσχυε για την δεύτερη σεζόν, όπου τα ηνία είχε αναλάβει ο συν-δημιουργός Mark Frost.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, στην αμερικάνικη TV έχουν παιχτεί τα πρώτα τέσσερα επεισόδια του τρίτου κύκλου. Δείγμα μικρό, αλλά χαρακτηριστικό, για το πού μέλλει να κινηθεί δημιουργικά η σειρά, και για το τι έχει στο (υπέροχο, αλλόκοτο και συναρπαστικό) μυαλό του o Lynch για τη σημαντικότερη ίσως αναβίωση στην ιστορία του τηλεοπτικού μέσου.
Στα πρώτα τέσσερα επεισόδια, η πλοκή ακολουθεί κυρίως τον πράκτορα Cooper και την προσπάθεια του να αποδράσει από το εφιαλτικό Black Lodge, καθώς τα 25 χρόνια που του έθεσε ως χρονικό ορίζοντα η Laura Palmer έχουν παρέλθει, και πλέον ο Bob, που κατοικεί στο σώμα του Cooper, είναι πιο ευάλωτος από ποτέ.
Ο Lynch φαίνεται να μην φοβάται το δημιουργικό ρίσκο, αφού η νέα σεζόν ελάχιστα θυμίζει τις δύο προηγούμενες. Ενδεικτικό είναι ότι μεγάλο μέρος της αφήγησης διαδραματίζεται εκτός της περίφημης πόλης του αμερικανικού βορρά, που στοίχειωσε το συλλογικό τηλεοπτικό υποσυνείδητο της δεκαετίας του ‘90, και απλώνεται σε μια πλειάδα ετερόκλητων πόλεων και τοποθεσιών. Επανεισάγει χαρακτήρες, αλλά και μας συστήνει σε μια σειρά από καινούργιους που -θεωρητικά- θα παίξουν κι αυτοί τον ρόλο τους αργότερα.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι το πρώτο δείγμα όσων είδαμε μαρτυρά ένα δημιουργό και ένα δημιουργικό όραμα που βρίσκονται σε πολύ πιο ώριμη και κατασταλλαγμένη φάση σε σχέση με τις πρώτες δύο σεζόν. Όλοι όσοι έχουμε δει το “Twin Peaks”, το λατρέψαμε για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως για τη δυνατότητά του να είναι ταυτοχρόνως ένα δράμα μυστηρίου, ένας απόκοσμος σουρεαλιστικός εφιάλτης, ένα καθαρό τηλεοπτικό σαπούνι, μία σουρεαλιστικά αλλά και συνάμα ανάλαφρη κωμωδία, αλλά κι ένα εφηβικό δράμα, όλα μαζί σε ένα συναρπαστικό -και ανά στιγμές ένοχα απολαυστικό- mash-up. Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτούμε ότι τα συνολικά 30 επεισόδια των δύο πρώτων σεζόν, συγκροτούν αναμφίλεκτα ένα ετερόκλητο και εξαιρετικά άνισο σύνολο, με ορισμένες στιγμές σπουδαίας τηλεόρασης, αλλά και κάποιες άλλες που χαρακτηρίζονται από μία μάλλον εύκολη και ρουτινιάρικη δραματουργία.
Στον αντίποδα, η νέα σεζόν, στο ξεκίνημά της, φαίνεται να διατηρεί ένα σταθερό τόνο και μία ατμόσφαιρα που θυμίζουν πολύ περισσότερο τον Lynch της «Χαμένης Λεωφόρου» και του “Mullholand Drive”, παρά αυτόν που συστήθηκε στο τηλεοπτικό κοινό μέσω του “Twin Peaks”. Η τρίτη σεζόν αποτελεί ένα καθαρόαιμο θρίλερ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, με τη λογική του ονείρου να δίνει τον ρυθμό και τις εφιαλτικές σεκάνς να διαδέχονται η μία την άλλη. Αυτό που βλέπουμε είναι ένας καθαρόαιμος, αυθεντικός «λιντσεϊκός» εφιάλτης, τόσο φορμαλιστικά όσο και αισθητικά. Ένας κόσμος γεμάτος με αλλόκοτους νάνους που μιλούν ανάποδα, μονόχειρες άντρες, ημίτρελους γιατρούς, δαίμονες, transgender πράκτορες του FBI (υπέροχος για μια ακόμη φορά ο David Duchovny) και περισσότερο καφέ και ντόνατς από ποτέ.
“It’s happening again”, λοιπόν. Συμβαίνει ξανά. Και συμβαίνει πιο ώριμα, πιο κατασταλλαγμένα και με μεγαλύτερη δημιουργική διαύγεια από ό,τι στο παρελθόν. Πέρα από πραγματικά σπουδαία τηλεόραση, τα τέσσερα πρώτα επεισόδια της τρίτης σεζόν είναι και μια υπόσχεση για όσα σπουδαία θα έρθουν. Και ο αγαπημένος δημιουργός, με την εντυπωσιακή γκρίζα κόμη, είναι έτοιμος να ξαναγράψει τηλεοπτική ιστορία και να χαρίσει και στη δικιά μας γενιά το σουρεαλιστικό του όραμα για αυτή τη μικρή αλλόκοτη πόλη του αμερικανικού βορρά, και τους ακόμα πιο αλλόκοτους κατοίκους της. Βλέπεται με συνοδεία καφέ και ντόνατ, φυσικά, αλλά και με ένα κράμα νοσταλγίας και προσμονής.