United States of Love, του Tomasz Wasilewski
Οι «Ηνωμένες Πολιτείες της Αγάπης» του Πολωνού Tomasz Wasilewski, σκύβουν πάνω απ’ τα «συντρίμμια» μιας βαθιά καθεστωτικής κοινωνίας (περίπου ίδια συντρίμμια αφήνει η αποχώρηση ενός καθεστώτος, όπως ένας πόλεμος στο πέρασμά του), σε μια (ιστορική) στιγμή που το ευφορικό φως μιας (ισχνής έστω) ελπίδας αχνοφέγγει στο βάθος του δρόμου, μαζί του όμως κουβαλά και την αβεβαιότητα για το αύριο, την αγωνία για το μέλλον και την (αμήχανη) ανησυχία για την πιθανή αδυναμία να το διαχειριστείς. Γι’ αυτό και το πάλλευκο φως που κατακλύζει συχνά-πυκνά τα πλάνα του σκηνοθέτη δεν είναι το καθαρτήριο μιας πορείας προς την ελευθερία και την αυτοδιαχείριση, αλλά το ψυχρό και (εκτυφλωτικά) ενοχλητικό μιας φοβισμένης και – εν πολλοίς – οδυνηρής πορείας προς την αυτογνωσία.
Δεν έχω δει καμία απ’ τις δύο προηγούμενες (μεγάλου μήκους) δουλειές του Wasilewski (οι περσινές Νύχτες Πρεμιέρας του αφιέρωσαν ένα spotlight – βλέπε φώτο αμέσως πιο πάνω). Η αποφοίτησή του, όμως, απ’ την Κινηματογραφική Σχολή του Łódź (από κει που αποφοίτησε κι ο Kieślowski) λέει πολλά για τούτο τον ελπιδοφόρο, 36χρονο δημιουργό. Τo (ατμοσφαιρικά) παγερό «τοπίο» της τρίτης του ταινίας διαπερνά τόσο τους χαρακτήρες όσο και το σκηνικό, ερχόμενο σε πλήρη αντίθεση με την εσωτερική κατάσταση των τεσσάρων ηρωίδων. Κι ο τρόπος που κινηματογραφεί τις τελευταίες ο σκηνοθέτης, είναι αξιοζήλευτος.
Με φόντο την Πολωνία του ’90 (που απέχει ακόμη αρκετά απ’ το να γευτεί τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της ανόδου – και επικράτησης – της «Αλληλεγγύης» στη χώρα), την ώρα που το σοβιετικό μπλοκ καταρρέει και το Τείχος του Βερολίνου γκρεμίζεται, οι «Ηνωμένες Πολιτείες της Αγάπης» ισορροπούν με τρόπο άνισο (ως προς το χώρο και το βάρος που καταλαμβάνουν οι ιστορίες των πρωταγωνιστριών) αλλά με βλέμμα απογυμνωμένο πάνω σε τέσσερις γυναίκες που κατατρώγονται απ’ τις προσωπικές τους εμμονές. Σαν κινηματογραφική σπουδή «εξορκισμού» (αλλά και ανάδειξης) των επιπτώσεων μιας καταπιεστικής κοινωνίας που επιφυλάσσει ελάχιστες επιλογές για τις γυναίκες, τούτο το αποστασιοποιημένο δράμα προκαλεί μεγάλη εντύπωση για τη φόρμα του, θαυμασμό για τη φωτογραφία του Ρουμανο-Μολδαβού Oleg Mutu (“V tumane”, “In Bloom”) και – ασχέτως των δικών του προθέσεων – αφήνει πάντα χώρο να αποφασίσεις ο ίδιος αν θα συμπαθήσεις τους χαρακτήρες του.
Μουντό σκηνικό μιας μικρής πόλης, με τα άψυχα, γυμνά μπλοκ των πολυκατοικιών (εικόνες γνώριμες του σινεμά της Ανατολικής Ευρώπης), τον βρώμικο περίγυρο, τα απομονωμένα εξωτερικά και τους άδειους, «κλινικούς» διαδρόμους, λες και σχεδιάστηκαν για να επιτρέπουν στους ενοίκους-γείτονες να κατασκοπεύουν ο ένας τον άλλο (μόνο οι αφίσες της Whitney Houston που φιγουράρουν στους τοίχους των υπνοδωματίων και η ενοικίαση «πορνό» – για οικιακή χρήση – που οργιάζει στα βιντεοκλάμπ, μαρτυρούν την αλλαγή πλεύσης της χώρας).
Παρουσιάζεται μέχρι και η «κατ’ οίκον» επίσκεψη του ιερέα – με τα παπαδοπαίδια (που βαριούνται τη ζωή τους) – για αγιασμό και για να «τονωθεί» το παγκάρι της Εκκλησίας. Ή ακόμα και σκηνές από νεκρώσιμες ακολουθίες, όπου τα λόγια του τελευταίου επαναλαμβάνονται σαν κασέτα – και οι οποίες ξεχωρίζουν για το εικονογραφικό τους στήσιμο. Η εναρκτήρια σεκάνς του δείπνου με την κάμερα να λειτουργεί σαν καλεσμένος στο τραπέζι, φέρνει στο νου την αντίστοιχη στο «4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες» (και γενικότερα, ανάλογες που συναντάς στο σινεμά του Mungiu, του Netzer και άλλων).
Σου συστήνει τους βασικούς χαρακτήρες (και στη συνέχεια χωρίζει – σε μεγάλο βαθμό – τις ιστορίες με μια από τις ηρωίδες να λειτουργεί – λίγο πολύ – ως γέφυρα και συνδετικός κρίκος) : Την ανέκφραστη Άγκατα (Julia Kijowska), παντρεμένη μητέρα η οποία αναπτύσσει μια μονόπλευρη εμμονή για τον ιερέα της ενορίας που την κυριεύει και την οδηγεί να συμπεριφέρεται σπασμωδικά, αψυχολόγητα και παράλογα (ακόμα και μετά το παθιασμένο, ορμητικό σεξ με τον άντρα της αποτραβιέται και απορρίπτει το άγγιγμά του). Την – ψυχρά όμορφη – διευθύντρια σχολείου Ίζα (Magdalena Cielecka) που διατηρεί κρυφή σχέση ετών με έναν γιατρό (και πατέρα μαθήτριάς της). Ο αυτοέλεγχός της θα δοκιμαστεί σκληρά στην προσπάθεια να κρατήσει κοντά της τον – όλο και πιο απόμακρο – εραστή της, με αποκορύφωμα μια (αδικαιολόγητη και) τραγική πράξη απελπισίας.
Τη δασκάλα Ρενάτα (Dorota Kolak) που αναγκάζεται να συνταξιοδοτηθεί κι η ζωή της άξαφνα θυμίζει ακυβέρνητο καράβι, δίχως προορισμό. Μοναχική, μυστικοπαθής, με μοναδική συντροφιά δεκάδες ωδικά πτηνά που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαμέρισμά της (που θυμίζει τεχνητό δάσος) βρίσκει πλέον χρόνο και τρόπο να… «συσφίξει» σχέσεις με (το δικό της αντικείμενο εμμονής) τη γειτόνισσά της Μαρζένα (Marta Nieradkiewicz), αδελφή της Ίζα, πρώην βασίλισσα ομορφιάς και νυν δασκάλα αεροβιοτικής, που βιώνει κατάθλιψη λόγω απουσίας του συντρόφου της (που κερδίζει τα προς το ζην στη Δυτική Γερμανία) και που η επιθυμία της να γίνει φωτομοντέλο θα την οδηγήσει στον (αυτο)εξευτελισμό.
Καμιά απ’ τις ηρωίδες ετούτων των «Ηνωμένων Πολιτειών» δε ζει τη ζωή που φαντάστηκε και ονειρεύτηκε για τον εαυτό της. Η απογοήτευση και η θλίψη γεννούν μια σειρά από αφόρητα συναισθήματα που αδυνατούν να διαχειριστούν. Η Άγκατα και η Ίζα εγκλωβίζονται στην πικρή αγάπη (είναι όμως αληθινή αγάπη ή μια απελπισμένη προσπάθεια να κρατηθούν από κάπου;) – η πρώτη για κάποιον που δεν μπορεί να έχει κι η δεύτερη για κάποιον που δεν μπορεί να κρατήσει. Και για τις δύο, το ανέφικτο και βασανιστικό τούτης της αγάπης αναφλέγει γύρω τους τα πάντα, οδηγώντας τες σε (αυτο)καταστροφικές συμπεριφορές.
Στην περίπτωση της Ίζα, η παρόρμηση (προ)εκτείνεται πέρα απ’ την ίδια και τον εραστή της: ο σκηνοθέτης την οδηγεί σε μια ακραία πράξη κινηματογραφώντας το αποτέλεσμα από ψυχρή και υπολογισμένη απόσταση, επιχειρώντας – αμέσως μετά – ένα (μικρό) άλμα πίσω στο χρόνο για να ενισχύσει την τραγική ειρωνεία του γεγονότος, αποφεύγοντας την συναισθηματική εμπλοκή του θεατή και πραγματοποιώντας συγχρόνως την σύνδεση με το επόμενο πρόσωπο του δράματος. Δεν είναι απατεωνίστικος ή ανάλγητος ο τρόπος του Wasilewski. Είναι μια μέθοδος να δείξεις πως μερικές φορές κάποια πράγματα συμβαίνουν τόσο απροσδόκητα και αναίτια, που η αντίδρασή σου σε αυτά παραμένει το ίδιο άψυχη και μουδιασμένη, όπως και μ’ όλα τα υπόλοιπα «νεκρά βάρη» που η ζωή συσσωρεύει πάνω σου με τα χρόνια.
Η εξισορρόπηση των τεσσάρων ιστοριών είναι ένα θέμα. Εκείνη της Άγκατα καταλαμβάνει τον λιγότερο «χώρο». Σχεδόν την ξεχνάς, στον απόηχο μιας σφριγηλότερης δραματουργικής γραμμής στην οποία κινούνται οι ιστορίες της Ίζα και – κυρίως – της γηραιότερης Ρενάτα, στην οποία ο σκηνοθέτης επικεντρώνει το πιο ευαίσθητο βλέμμα του (ακόμα κι αν η εμμονή της προς τη Μαρζένα μοιάζει, σκόπιμα ίσως, ανεξήγητη – σάμπως και ποια εμμονή είναι στ’ αλήθεια κατανοητή; – εντούτοις επαφίεται στο θεατή να την ερμηνεύσει κατά το δοκούν, αναλόγως τι εισπράττει ή αντιλαμβάνεται για την ίδια και το παρελθόν της κι απ’ όσα ο σκηνοθέτης του επιτρέπει να αντιληφθεί), δίχως – κι εδώ είναι το περίεργο – η τελευταία να αποτελεί ξεκάθαρα συμπαθή (με την έννοια της «ορθότητας») φιγούρα: κατασκοπεύει, εξαπατά, μηχανεύεται διάφορα, ωστόσο διάχυτη είναι η αίσθηση πως τούτη η συμπεριφορά δεν είναι παρά η φυσική κατάληξη μιας ζωής υπό διαρκή (κοινωνική και πολιτική) καταπίεση.
Μια στιγμή – και μόνη – συμπυκνωμένου, σιωπηρού συναισθήματος, στην πιο δυνατή (ίσως) σκηνή του φιλμ, αρκεί για να το καταδείξει: η Μαρζένα διδάσκει ένα βαλς σε μια τάξη χορού και σε κάθε στροφή η Ρενάτα μοιάζει να βυθίζεται ακόμη περισσότερο στην απελπισία. Ίσως δεν είναι παρά μια εντύπωση μόνο, όμως ακόμα και τα μαλλιά της «ξεφουσκώνουν», το πρόσωπό της γέρνει – σαν να λυγά από ένα ιδιότυπο μαράζωμα – κι απ’ τις κόγχες των ματιών της μοιάζει να ρουφιέται κι η τελευταία ικμάδα ζωής. Τι είναι αυτό που μπορεί να αγάπησε πραγματικά στη ζωή της τούτη η γυναίκα και πως αυτό θα μπορούσε άραγε να χωρέσει σε τούτες τις …«Ηνωμένες Πολιτείες της Αγάπης»; Ως γηραιότερη, θυμίζει καλοκουρδισμένο κατάλοιπο μιας κομμουνιστικής μηχανής που σε κάνει να αναρωτιέσαι τι είδους χώρο για αγάπη μπορεί να άφησε ένα τέτοιο σύστημα πάνω σε ένα διαβρωμένο, κατεστραμμένο γρανάζι του.
Δυνατές, καλοζυγισμένες ερμηνείες. Η Kijowska και η Cielecka κουβαλούν μια πειθαρχημένη (συνάμα κι εύθραυστη) εσωτερική ένταση, ενώ η μοναξιά της Kolak καταγράφεται ακόμα πιο εντυπωσιακά, λες και σωρεία αταξινόμητων συναισθημάτων αναδύονται στην επιφάνεια και πλημμυρίζουν την ηρωίδα που αδυνατεί να τα αποκρυπτογραφήσει. Της Nieradkiewicz είναι η πιο θλιβερή φιγούρα, ίσως επειδή τα νιάτα, η ομορφιά και η ενεργητικότητά της (σε) προδιαθέτουν για μια διαφορετική κατάληξη: η τελευταία, ωστόσο, παραδίδει μια συμπαγή ερμηνεία μέχρι και το (απογοητευτικά) αποθαρρυντικό, πικρής επίγευσης φινάλε.
Η άγρυπνη κάμερα κολλάει στα πρόσωπά τους, τις ακολουθεί υπομονετικά, δημιουργώντας (εσκεμμένη) αίσθηση ασφυξίας, ενώ τα κάδρα με γυρισμένες πλάτες και ζουμάροντας στην κορυφή των κεφαλιών ενισχύουν την αποξένωση των χαρακτήρων. Τα σβησμένα, βουβά (αλλά εξαιρετικά) χρώματα της φωτογραφίας συμβαδίζουν με το παγωμένο, αποστειρωμένο (σχεδόν αποστεωμένο) λευκό που πλημμυρίζει τα πλάνα σαν φθοριούχο φως (προσωπικά, τέτοιο πράγμα – τα τελευταία χρόνια – έχω δει μόνο στο νορβηγικό “90 Minutter” της Eva Sørhaug). Σκληρό, ανεπιτήδευτο φως – ειδικά για τις γυμνές σκηνές – που αποκαλύπτει και εκθέτει κάθε γραμμή και ατέλεια των σωμάτων.
Η ανασύσταση της περιόδου εξαιρετική, αν λάβεις υπόψη πως σκηνές εντυπωσιακές – όπως η προσέλευση στην εκκλησιαστική λειτουργία ή το περιβάλλον και η ατμόσφαιρα μιας σχολικής εορτής – διαθέτουν καλλιτεχνικό όραμα και θυμίζουν πίνακες ζωγραφικής ή καρτποσταλικά δρώμενα που θα ζήλευε ακόμη κι ο αείμνηστος Αγγελόπουλος, αποτυπώνοντας τις βαθιά χαραγμένες καταβολές και το ανεξίτηλο χνάρι μιας (παρελθούσας) ζωής προγραμματισμένης – από το καθεστώς – στην παραμικρή, (ψυχρά) τελετουργική της λεπτομέρεια, που μοιάζει να ακολουθεί ακόμα τη χώρα στα πρώτα ελεύθερα βήματά της (μην ξεχνάμε πως είναι η εποχή που η «Αλληλεγγύη» του Βαλέσα οδηγεί την Πολωνία στο σχηματισμό της πρώτης μη-κομμουνιστικής κυβέρνησης στη σοβιετική ζώνη επιρροής). Παραφράζοντας τον Kieślowski, τούτη δω θα μπορούσε να είναι μια… «Μικρή Ιστορία (υπαρξιακής) Αγωνίας» (αν μη τι άλλο, η περίοδος και το σκηνικό βρίσκονται τόσο κοντά στον «Δεκάλογο» του τελευταίου). Λιτή, μινιμαλιστική (ως ύφος και αισθητικό αποτέλεσμα, περίπλοκη ωστόσο σαν φιλμοκατασκευή), μελαγχολική.
Ο (ανυποψίαστος) θεατής μετέχει ενεργά στην εξέλιξη μιας αφήγησης που αποκαλύπτει την διαρκή αλληλουχία δραματουργικών αποχρώσεων και (δια)σύνδεσης των χαρακτήρων. O φορμαλισμός αρκετών πλάνων παραπέμπει (δίχως την ανάλογη σουρεαλιστική έμφαση) σε ένα σύμπαν σαν εκείνο του Roy Andersson ή ακόμα και στον προκάτ «οραματισμό» του Ulrich Seidl (οι σκηνές στην αίθουσα χορού, στα μαθήματα αεροβικής ή στην πισίνα φέρνουν στο νου αρκετές στιγμές της «Τριλογίας» του Παραδείσου).
Ωστόσο, το φιλμ κυριαρχείται από τις προσωπικές στιγμές των χαρακτήρων, εκείνες των κλειστοφοβικών εσωτερικών, εκεί όπου – μερικές φορές – το ανθρώπινο σώμα (άβολα και ανησυχητικά) …παραμερίζεται στην άκρη του κάδρου, φαντάζοντας αποκομμένο από το σκηνικό (και το σύμπαν) που το περιβάλλει. Οι «Ηνωμένες Πολιτείες της Αγάπης» είναι το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα ενός ρεαλιστή auteur. Η ιδιαιτερότητα της φόρμας και ο τρόπος που οι ιστορίες του περιπλέκονται αφηγηματικά (αν και – φαινομενικά – εξιστορούνται διαδοχικά), είναι που του προσδίδουν κινηματογραφικό Όραμα. Και είναι ο λόγος για να περιμένει κανείς με ενδιαφέρον τη συνέχεια ετούτου του – πολλά υποσχόμενου – δημιουργού.
United States of Love, του Tomasz Wasilewski
Μετεφρασμένος τίτλος: «Ηνωμένες Πολιτείες της Αγάπης»
Είδος: Δράμα
Διάρκεια: 106'
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine