Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Vali Myers, η περιπλανώμενη ερημίτισσα

feature_img__vali-myers-i-periplanomeni-erimitissa
Η Vali Myers ήταν ατρόμητη, μεθυστική, μοναδική για τον τρόπο με τον οποίο έζησε κι ενέπνευσε όσους τη γνώρισαν από κοντά. Ήταν ένα ελεύθερο πνεύμα, που δεν συμβιβάστηκε σε μια τυπική ζωή, δεν υπάκουσε ποτέ σε κανένα κανόνα, δεν δεσμεύτηκε ποτέ από οποιοδήποτε στερεότυπο.

Ήταν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα, που είχε γεννηθεί σε λάθος εποχή. Υπήρξε καλλιτέχνις, χορεύτρια, σαμάνος, μούσα με ανεξάντλητο δημιουργικό ταμπεραμέντο. Τόσο η δουλειά της όσο και τα προσωπικά της ημερολόγια αποτέλεσαν ένα είδος ενεργειακής τροφής, από την οποία ευεργετήθηκαν πολλοί άλλοι καλλιτέχνες, συγγραφείς, δημιουργοί και λάτρεις της φύσης.

Η Vali Myers γεννήθηκε το 1930 στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας. Λόγω του επαγγέλματος του πατέρα της, η οικογένειά της μετακόμιζε συνεχώς. Πιεζόταν για να πάει σχολείο και, όταν τελικά πήγαινε, καθόταν στην τελευταία σειρά και ζωγράφιζε, δείχνοντας αδυναμία στο να κάνει φίλους. Η Vali ήταν απορροφημένη στα δύο της πάθη: τη ζωγραφική και τον χορό. Όταν έκλεισε τα δεκατέσσερα, πήρε τη μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψει το σχολείο και το σπίτι της. Επί τρία χρόνια εργαζόταν σε εργοστάσια και ως μοντέλο για καλλιτέχνες, προκειμένου να πληρώνει τα μαθήματα χορού. Στα δεκαεπτά της ήταν ήδη διάσημη ως η κορυφαία χορεύτρια της Σχολής Σύγχρονου Μπαλέτου της Μελβούρνης.

Δεν ήταν όμως μόνο η χορευτική της δεινότητα για την οποία έγινε πασίγνωστη. Τα μακριά κόκκινα μαλλιά της, το περίγραμμα από μαύρη σκιά γύρω από τα μάτια της, το πράσινο κοτλέ παντελόνι της και η αντισυμβατική της συμπεριφορά, δημιούργησαν αυτό το εκρηκτικό μείγμα, το οποίο ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα ήθη και τις επιταγές της εποχής για το πώς έπρεπε να είναι και να συμπεριφέρεται η γυναίκα. 

Την περίοδο εκείνη, η συντηρητική κοινωνία της Αυστραλίας φάνταζε εξαιρετικά καταπιεστική. Καθώς η ίδια δεν ένιωθε άνετα με την ιδέα να δημιουργήσει οικογένεια, αποφάσισε στα δεκαεννιά της να φύγει με το πλοίο για την Ευρώπη. Το Παρίσι ήταν η μοναδική της ελπίδα να πραγματοποιηθεί χωρίς εμπόδια το όνειρό της: να χορεύει. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε μόλις τελειώσει, αφήνοντας τα μελανά σημάδια του στην Πόλη του Φωτός. Το Παρίσι ήταν ρημαγμένο, η φτώχεια πανταχού παρούσα, ενώ η εύρεση οποιασδήποτε εργασίας ήταν αδύνατη.

Ωστόσο, η Vali δεν πτοήθηκε από τη δυσμενή κατάσταση στη Γαλλία. Αντιθέτως, προτίμησε να ζήσει για τρία χρόνια στους δρόμους, ανάμεσα στους «άθλιους» της πόλης. Η οικογένειά της ήταν πια Εβραίοι και Ρομά πρόσφυγες, συγγραφείς, καλλιτέχνες και μικρολωποδύτες, που στριμώχνονταν στη γειτονιά Saint Germain της αριστερής όχθη του Σηκουάνα, επιβιώνοντας με γάλα, ψωμί κι ένα μαχαίρι για προστασία. Όλοι αυτοί συγκεντρώνονταν στα καφέ του Παρισιού όχι επειδή ήταν στη μόδα, αλλά επειδή δεν είχαν πουθενά αλλού να πάνε. Ο σχεδόν υπερφυσικός χορός υπό τους ήχους της αφρικανικής μουσικής ήταν αυτό που την κράτησε ζωντανή.

Πλήθη συγκεντρώνονταν για να τη θαυμάσουν. Ο φωτογράφος Ed van der Elsken την έκανε το κεντρικό πρόσωπο στο βιβλίο του με τίτλο “Love on the Left Bank”, που κυκλοφόρησε το 1951 και κατέγραφε την μποέμικη ζωή του Παρισιού, ενώ το 1971 έγινε και πάλι η κεντρική του ηρωίδα στο φωτογραφικό του λεύκωμα “Death In Port Jackson Hotel”. Το 1952, απελάθηκε από το Παρίσι λόγω παραβατικής συμπεριφοράς. Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών της σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, γνώρισε τον αρχιτέκτονα Rudi Rappold, τον οποίο παντρεύτηκε προκειμένου να γίνει νόμιμη κάτοικος Γαλλίας.

Εκείνη την εποχή, το Παρίσι άρχισε να προσελκύει καλλιτέχνες και συγγραφείς από τη Βόρεια Αμερική, με τους οποίους συγχρωτιζόταν και η Vali. Ανάμεσά τους ήταν ο Jean Paul Sartre, ο Tennessee Williams και ο Jean Genet. Ο εκδότης George Plimpton ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε την αξία των έργων της και δημοσίευσε τη δουλειά της στο 18ο τεύχος του περιοδικού Paris Review.

Στο Παρίσι απέκτησε και τον εθισμό στο όπιο, γεγονός που την ώθησε να το εγκαταλείψει το 1958, προκειμένου να απαλλαχθεί από τη βλαβερή συνήθεια που την οδηγούσε σε αργό θάνατο. Μετά από μήνες περιπλανήσεων στην Ευρώπη μαζί με τον Rudi, έφτασε στην κοιλάδα 'Il Porto' στο Positano της Ιταλίας, όπου έμελλε να γίνει ο βασικός τόπος κατοικίας της. Η απομονωμένη κοιλάδα με την άγρια βλάστηση έγινε με τα χρόνια ένα θηριοτροφείο, το οποίο η Vali προστάτευε με όλο της το είναι και φρόντιζε με τα έσοδά της. Μετά από χρόνια ταλαιπωρίας με την ιταλική γραφειοκρατία και την αστυνομία, κατάφερε να ανακηρυχθεί η κοιλάδα σε Καταφύγιο Άγριας Ζωής.

Η σχέση που είχε αναπτύξει με όλα τα ζώα ήταν σχέση μητέρας-παιδιού. Η μεγαλύτερη αδυναμία της ήταν μια αλεπού, την οποία βρήκε σχεδόν νεογέννητη, κι έμεινε μαζί της σε όλη της τη ζωή. Η αλεπού, το κοράκι και η κουκουβάγια ήταν τα ζώα που πρωταγωνιστούσαν στα περισσότερα έργα της. Η Vali δούλευε συνήθως νύχτα, κάτω από το φως μιας λάμπας υγραερίου και ζωγράφιζε στο χαρτί με φτερό πάπιας, στο οποίο είχε προσαρμόσει μια μύτη από μαλακό μολύβι. Έτσι, κάθε έργο της χρειαζόταν πολύ κόπο και χρόνο από έξι μήνες ώς και δύο χρόνια για να ολοκληρωθεί.

Τη δεκαετία του '60, μετά από χρόνια απομόνωσης, η Vali είχε γίνει ένας ζωντανός θρύλος για τους απανταχού χίπις. Όταν ο Αμερικανός κινηματογραφιστής Sheldon Rochlin κυκλοφόρησε ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή της με τίτλο “The Witch of Positano”, το οποίο λατρεύτηκε από τη γενιά της ψυχεδέλειας, η κοιλάδα προσέλκυσε πλήθος διασήμων της εποχής. Ανάμεσά τους ήταν η Marianne Faithful με τον τότε σύντροφό της Mick Jagger, τον οποίο προς έκπληξή του η Vali δεν γνώριζε, ο Bρετανός τραγουδιστής Donovan, που την προσκάλεσε στο Λονδίνο για να χορέψει στο Royal Albert Hall το τραγούδι του “Season of the Witch”, και ο Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας Tennessee Williams, ο οποίος εμπνεύστηκε την κεντρική ηρωίδα του “Orpheus Descending” Carol από τη Vali.

Το καλοκαίρι του 1971, ο Ιταλός καλλιτέχνης Gianni Menichetti επισκέφτηκε την κοιλάδα, όπου τελικά παρέμεινε ως πρεσβευτής της Όασης, αναλαμβάνοντας τη φροντίδα της περιοχής σύμφωνα με το πνεύμα της Vali. Η Vali, από την άλλη, έφευγε από την κοιλάδα μονάχα όταν χρειαζόταν να πουλήσει έργα για να εξασφαλίσει πόρους για τη συντήρηση της περιοχής. Το 1970, ταξίδεψε για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη, όπου γνώρισε την Patti Smith, τον Andy Warhol και τον Salvador Dali. Ο τελευταίος, μάλιστα, εξυμνώντας την ποιότητα των έργων της, την παρακίνησε να ξεκινήσει προσωπικές εκθέσεις στην Ολλανδία, όπως και τελικά έκανε το 1972.

Ο George Plimpton δημοσίευσε μια δεύτερη σπουδή με έργα της Vali στο 64ο τεύχος του περιοδικού Paris Review και το 1980 έγραψε το εισαγωγικό σημείωμα στη σπάνια σήμερα αυτοβιογραφία της με τίτλο το όνομά της. Στο βιβλίο συμπεριλαμβάνονται έργα της από το 1949 ως το 1979, που φέρουν λεζάντα γραμμένη με τη χειρόγραφη καλλιγραφία της, και προσωπικές φωτογραφίες.

Ο Bernardo Bertolucci την περιέγραψε ως μια δύναμη της φύσης: «Τα σκυλιά, τα δέντρα, ο γάϊδαρος, τα πουλιά, τα λουλούδια, οι σπηλιές, οι αράχνες της Vali. Για πρώτη φορά γινόμαστε μάρτυρες του αρχέγονου σκελετού της μητέρας φύσης». Η αυθεντικότητα του τρόπου ζωής της επηρέασε επίσης φωτογράφους όπως η Diane Arbus και ο Francesco Scavullo και μουσικούς όπως η Deborah Harry και ο Devendra Banhart. Το 1989, ο Αυστραλός κινηματογραφιστής Ruth Cullen κυκλοφόρησε το φιλμ “The Tightrope Dancer”, το οποίο περιγράφει τη ζωή της ως ερημίτισσα σε μια τρώγλη στο Il Porto και τα τρελά αστραπιαία ταξίδια στη Νέα Υόρκη για την πώληση των έργων της.

Μετά από απουσία 43 χρόνων, η Vali ταξίδεψε το 1993 στην Αυστραλία, όπου διαπίστωσε με έκπληξη πως ήταν πασίγνωστη και ιδιαίτερα αγαπητή. Έπειτα από αυτό το ταξίδι, επέστρεφε συχνά στην πατρίδα της, όπου είχε πια δημιουργήσει ένα στούντιο. Εκεί απεβίωσε, το 2003, αφού είχε ζήσει μια ζωή όπως εκείνη ήθελε.

Παρότι είχε γνωρίσει και συγχρωτιστεί με πολλούς διάσημους, ένιωθε πιο κοντά σε απλούς ανθρώπους που είχαν περάσει δυσκολίες και τα είχαν καταφέρει μόνοι. Η τέχνη, η μουσική, το ρίσκο και ο κίνδυνος συνοψίζουν τη ζωή της Vali Myers. Το μακιγιάζ της, που της άρεσε να το αποκαλεί «πολεμικό καμουφλάζ», είχε γίνει μόνιμο περίτεχνο τατουάζ από καμπυλωτά σκαριφήματα, τελείες, αποτυπώματα πελμάτων ζώων, κι ένα πνευματικό μουστάκι, όμοιο με αυτό της αγαπημένης της αλεπούς.

Όταν αισθάνομαι χαρούμενη χορεύω, κι όταν αισθάνομαι λυπημένη ζωγραφίζω. Η ανάγκη μου να ζωγραφίζω είναι τόσο δυνατή, κι αν ποτέ χρειαζόταν να φυλακιστώ, θα το έβλεπα ως ευκαιρία για να δημιουργώ χωρίς καμμία περίσπαση. 

Content Sources

  • http://www.valimyers.org/
  • http://www.outregallery.com/collections/vali-myers
1
Μοιράσου το