Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Warcraft, του Duncan Jones

feature_img__warcraft-tou-duncan-jones
Μετά από δύο επιτυχημένα και αξιοσέβαστα στους κύκλους των κριτικών sci-fi διαμαντάκια ( “Moon”, “Last 8 minutes”) ο Duncan Jones, γιος του πρόσφατα αποθανόντος θρύλου David Bowie, αναλαμβάνει το άκρως απαιτητικό και ριψοκίνδυνο έργο να μεταφέρει στο celluloid ένα franchise με μια μεγάλη, εξαιρετικά περίπλοκη και φορτωμένη ιστορία δεκαετιών. Ένα project που πέρασε από σαράντα κύματα μέχρι να βρει σκηνοθέτη πρόθυμο να αναλάβει ένα τόσο δύσκολο έργο: να ικανοποιήσει εκατομμύρια φανατικών των τριών πρώτων παιχνιδιών της σειράς (Warcraft 1-3) και ακόμα περισσότερο του πιο επιτυχημένου (τώρα και πάντα, αν θέλετε την άποψη μου) MMORPG που γνώρισε ο μάταιος τούτος κόσμος.

Στο “Warcraft”, o κόσμος των Orc, μιας φυλής ψηλών, επιβλητικών πολεμοχαρών πλασμάτων, βρίσκεται στα πρόθυρα του αφανισμού. Αναζητώντας τρόπο να εξασφαλίσει την επιβίωση της φυλής του, o μάγος Gul'Dan ανοίγει μια πύλη στο Azeroth, τον κόσμο των ανθρώπων. Στόχος του είναι να απαγάγει ανθρώπους και να τους χρησιμοποιήσει για να θρέψει τη μαγεία του. Ανακαλύπτει όμως έτσι ένα νέο τόπο διαβίωσης για τα Ork. Στο απέναντι στρατόπεδο, μια ομάδα ανθρώπων καλείται να αποκρούσει την απειλή και να σώσει το Azeroth τόσο από τα Οrk όσο και από μια πανάρχαια μαγεία, που απειλεί να ισοπεδώσει και τα δύο στρατόπεδα. 

Προφανώς και το κοινό στο οποίο στοχεύει η ταινία και είχε κατά νου η Blizzard είναι τα εκατομμύρια φανατικών του franchise, καθώς και οπαδοί του φανταστικού γενικότερα, που βρίσκονται πάντα σε επιφυλακή για τον επόμενο «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών». Όμως, αυτό δεν δικαιολογεί, σε καμία περίπτωση, το ότι το “Warcraft” δεν δίνει δεκάρα για να εισάγει όσους δεν το γνωρίζουν στην πλούσια και άκρως ενδιαφέρουσα μυθολογία του κόσμου του. Εκείνοι που δεν διαθέτουν έστω τυπική γνώση του Lore, βρίσκονται από το πρώτο λεπτό αντιμέτωποι με ένα καταιγισμό πληροφοριών, στη μάταιη προσπάθεια των δημιουργών να χωρέσουν όσα περισσότερα στοιχεία αυτού του σύμπαντος μπορούν μέσα σε δύο-και-κάτι-ώρες, όσο δηλαδή οφείλει να διαρκεί ένα συμβατικό blockbuster. 

Έτσι, το αποτέλεσμα είναι μια σειρά από σκηνές που εξυπηρετούν αποκλειστικά την περιγραφή της πλοκής και της ιστορίας του κόσμου, χωρίς να υπάρχει χρόνος για βαθύτερη και επαρκή ανάπτυξη ενός cast χαρακτήρων, οι οποίοι, από την πλευρά των ανθρώπων, κινούνται από το απλά υποφερτό μέχρι το εντελώς αδιάφορο. Αντιθέτως, στο απέναντι στρατόπεδο, εντοπίζεται το πιο δυνατό σημείο της ταινίας, με τις έριδες και τις κόντρες ανάμεσα στις διάφορες φυλές των Ork να αποτελούν το πιο αφηγηματικά λειτουργικό και ιντριγκαδόρικο κομμάτι. Ο πρωταγωνιστής της «Ορδής», ο Durotan, είναι μακράν ο πιο ενδιαφέρων και πολυεπίπεδος χαρακτήρας, σε αντίθεση με τους χάρτινους, generic ανθρώπινους χαρακτήρες με τους οποίους αποφασίζει να συμμαχήσει. 

Επιστρέφοντας στο ανθρώπινο στρατόπεδο, συναντούμε: τον Anduin Lothar που ξεχωρίζει (ένας Άραγκον χωρίς τη γοητεία και το απαράμιλλο coolness), τον Khadgar, έναν οριακά ενδιαφέροντα χαρακτήρα, και τη μισό-ορκ μισό-άνθρωπο Garrona, βεβιασμένο love interest του Lothar. Υπάρχει βέβαια και ένα πλήθος άλλων χαρακτήρων ─όπως ο Μάγος Khadgar, που τον υποδύεται με μια σχεδόν γελοία υπερβολή ο κατά τα άλλα αξιοσέβαστος Ben Foster─ , ο οποίοι περιτριγυρίζουν τους βασικούς ήρωες, ωστόσο η ταινία δεν μας δίνει απολύτως κανένα λόγο να ασχοληθούμε μαζί αυτούς. 

Ο Duncan Jones, όπως ήδη αναφέραμε, είχε να φέρει σε πέρας ένα τιτάνιο έργο: να οικοδομήσει το κινηματογραφικό σύμπαν της ταινίας, στριμώχνοντας ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας μέσα σε δύο ώρες. Ίσως αυτό να δικαιολογεί το ότι το “Warcraft” είναι εντέλει αποσπασματικό και άγαρμπο αφηγηματικά, με το μπρος-πίσω ανάμεσα σε διαφορετικές τοποθεσίες και χαρακτήρες να μπερδεύει τον θεατή, που χάνει την μπάλα καθώς πλησιάζουμε στο απρόβλεπτο αλλά κάθε άλλο παρά χορταστικό φινάλε. Τελικά, στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, καταλήγουμε να παρακολουθούμε τον σκηνοθέτη και τους χαρακτήρες να πασχίζουν να χειριστούν μια απλοϊκή ιστορία, με ανόητους διαλόγους που, σε άλλο πλαίσιο, θα ήταν υπερβολικοί ή και παιδιάστικοι, ακόμα και για ένα Dungeons and Dragons session δεκαπεντάχρονων.

Η ταινία είχε χτίσει για αρκετά μεγάλο διάστημα ένα hype, έχοντας να επιδείξει εντυπωσιακά επιτεύγματα στον τομέα των ψηφιακών εφέ. Πράγματι, στην κινηματογραφική αίθουσα (έστω και με το αχρείαστο 3D) υπάρχουν στιγμές που το “Warcraft” σε αφήνει άναυδο με την πλούσια χρωματική παλέτα και την high fantasy αισθητική του: πανέμορφες τοποθεσίες και κτίρια εξέχουσας αρχιτεκτονικής, που μαρτυρούν μια φροντισμένη παραγωγή υψηλού επιπέδου. Ωστόσο, υπάρχουν και στιγμές που η αισθητική του παιχνιδιού δεν ταιριάζει με την κινηματογραφική. Για παράδειγμα, τα ξωτικά μοιάζει να έρχονται κατευθείαν από τις κιτς fantasy ιταλικές παραγωγές της δεκαετίας του ’60. Άλλοτε πάλι, η έλλειψη μέτρου στη χρήση των ειδικών εφέ προκαλεί τόση οπτική φασαρία που μπορεί να ενοχλήσει ακόμη και τον πιο φανατικό ακόλουθο. 

Όπως μαρτυρά η εμπειρία, η μεταφορά ενός video game στη μεγάλη οθόνη κρύβει πολλές παγίδες, και ο Duncan Jones δεν κατάφερε να τις αποφύγει. Αποσπασματικό, κακό αφηγηματικά και ενίοτε κιτς, το “Warcraft” φλερτάρει κάποιες στιγμές ακόμη και με την αυτο-παρωδία. Πάντως, δεν είναι και η καταστροφή που περιγράφουν διάφοροι ξένοι κριτικοί. Στην καρδιά της ταινίας υπάρχει ένα πραγματικά συναρπαστικό franchise, που καλείται να μάθει από τα λάθη του. Και θα ήταν ψέμα αν υποστήριζα ότι δεν υπάρχουν στιγμές καλογυρισμένης δράσης, επικών μαχών και οπτικού μεγαλείου. Ιδιαίτερα για όσους μεγάλωσαν με τα παιχνίδια της σειράς (εμού συμπεριλαμβανομένου) οι δημιουργοί φρόντισαν να γεμίσουν την ταινία με μια σειρά από easter eggs και μικρές εκπλήξεις, που άλλοτε σε συγκινούν και άλλοτε σε κάνουν να γελάσεις. Όσοι δεν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, θα νιώσουν σαν να μπήκαν στην αίθουσα στη μέση της ταινίας, ξένοι απέναντι σε ό,τι συμβαίνει στην οθόνη, ίσως και θιγμένοι, αφού η ταινία δεν φαίνεται να κάνει την παραμικρή προσπάθεια για να τους κερδίσει.

Warcraft, του Duncan Jones
Είδος: Δράση, Περιπέτεια, Φαντασία
Διάρκεια: 123'

1
Μοιράσου το