Werckmeister Harmonies, των Béla Tarr και Ágnes Hranitzky
Οι Αρμονίες του Werckmeister: Επανάσταση και Ερείπια.
Ομολογώ πως γράφοντας για τον Béla Tarr με συντροφεύει ένα αίσθημα ενοχής καθώς ο κινηματογραφικός του κόσμος,νομίζω, μας καλεί να περάσουμε την πόρτα του χωρίς κανενός είδους προϋπάρχουσες ή προκαθορισμένες προσδοκίες ζητώντας από εμάς μονάχα να αφεθούμε στον ιδιοσυγκρασιακό τρόπο έκφρασής του προκειμένου να μας χαρίσει απλόχερα ένα ποιητικό ταξίδι εικόνων στα βάθη του φόβου, της αβεβαιότητας, της κενής υπεροψίας αλλά και της αποδοχής, των στοιχείων δηλαδή που διαμορφώνουν την ουσία της ανθρώπινης φύσης και κατάστασης τόσο στην κοινωνική σφαίρα ύπαρξης όσο και σε καθαρά υπαρξιακό-φιλοσοφικό επίπεδο. Η ενοχή μου έγκειται ακριβώς στο γεγονός πως η «αλήθεια» των ταινιών του Béla Tarr, με τη συγκεκριμένη να μην αποτελεί εξαίρεση, μπορεί να βιωθεί μόνο μέσω του ίδιου του κινηματογραφικού του λόγου και της εγγενούς συνύπαρξης του απόλυτου ρεαλισμού και ταυτόχρονα της απόλυτης αλληλορικότητας σε κάθε σχεδόν πλάνο. Έτσι, η γλώσσα με τη συμβατική έννοια, όπως τη χρησιμοποιώ για να γράψω τις λέξεις αυτές ίσως δεν έχει θέση στην πραγμάτευση κάτι τόσο ολοκληρωμένου και κατά κάποιο αλλόκοτο τρόπο ακόμη και ιερού. Όμως, όπως αναφέρεται και στο έργο «πρέπει, για τη διασκέδασή του, ο Θεός να δημιουργεί παράξενα όντα» και ως ένα απο αυτά, ο άνθρωπος συχνά αισθάνεται την ανάγκη να επιστρατεύσει οποιονδήποτε ατελή τρόπο εκφράσης διαθέτει παρά να επιλέξει την σιωπή αναφορικά με όσα έχουν καταφέρει να τον αγγίξουν.
Με τον ακριβή χρόνο και τόπο να παραμένουν αόριστοι κατά τη διάρκεια της ταινίας, σε κάποια πόλη της Ουγγαρίας εκτυλίσσεται, μέσα από τριάντα εννέα πλάνα, η ιστορία των «Αρμονιών του Werckmeister», βασισμένη στο βιβλίο του László Krasznahorkai «Η Μελαγχολία της Αντίστασης». Οι θεατές γινόμαστε μάρτυρες της σταδιακής αναταραχής που συνταράσσει την τοπική κοινωνία μετά την έλευση ενός μυστήριου θιάσου που παρουσιάζει μια γιγάντια φάλαινα και έναν «πρίγκιπα», ο οποίος αν και δεν εμφανίζεται ποτέ ως φυσική ύπαρξη στην οθόνη, αντιλαμβανόμαστε πως ασκεί όλο και μεγαλύτερη επιρροή στους ανθρώπους παρά το απροσδιόριστο της μορφής και της προσωπικότητάς του. Μέσα σε αυτό το κλίμα αβεβαιότητας και απειλής, ξεχωρίζει ο καλόκαρδος νεαρός János Valuska ο οποίος, σε αντίθεση με την όξυνση των βίαιων ενστίκτων των συμπολιτών του, διατηρεί την ευγένεια και το αίσθημα προσφοράς προς τους συναθρώπους του, ενώ με μοναδική αγνότητα και σχεδόν παιδική περιέργεια προσεγγίζει ακόμη και το περίεργο αυτό θαλάσσιο πλάσμα που για πολλούς αποτελεί την πηγή του κακού και της συμφοράς που τόσο ανεξήγητα έχουν περιζώσει την πόλη. O άνθρωπος αυτός αποτελεί το μόνο στοιχείο ζετασίας σε μια παγωμένη πόλη που βρίσκεται στο χείλος του χάους και της αποσύνθεσης.
Κάποια στιγμή, ο János γίνεται μάρτυρας ενός μονολόγου του συνθέτη György Eszte, με τον οποίο διατηρεί στενή σχέση, όπου προβάλλεται η άποψη πως η επίτευξη της αρμονίας για την οποία θαυμάζουμε τα μεγάλα μουσικά έργα δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση η οποία προέκυψε από την ανθρώπινη αλοζονεία. Έτσι, «όλα τα φωτεινά διαλλείματα των αριστουργημάτων πολλών αιώνων είναι λανθασμένα» και «η μαγεία της αρμονίας και της συνήχησης βασίζεται σε μια χονδροειδή απάτη» την οποία μάλιστα οφείλουμε να ξεσκεπάσουμε. Με αυτόν τον τρόπο, τίθεται για πρώτη φορά στο έργο το ζήτημα της επιβολής ενός συστήματος ψευδούς ανωτερότητας που αντί να ανυψώνει τον άνθρωπο όπως επικαλείται, τον αλλοτριώνει και τον απομακρύνει από την ίδια του τη φύση. Φυσικά το σύστημα αυτό δεν περιορίζεται στη μουσική αλλά πρόκειται για μια μεταφορά με βαθιές φιλοσοφικές, κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις. Ωστόσο, δεν χρειάζεται κανείς να είναι λεπτομερώς εξοικειωμένος με την πολιτική ιστορία της Ουγγαρίας, την επανάσταση του 1956 και την ακόλουθη καταστολή της από τη Σοβιετική Ένωση, για να αντιληφθεί πως τα μυστηριώδη εκθέματα του θιάσου,που διαμορφώνουν την ζοφερή και δυστοπική πραγματικότητα του έργου, αντικατοπτρίζουν μεταξύ άλλων έναν σκουριασμένο κρατικό μηχανισμό στα πλαίσια ενός κόσμου στον οποίο η πνευματικότητα του ανθρώπου και η αρετή μιας απλής ζωής πασχίζουν να επιβιώσουν. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και το χάρισμα του σκηνοθέτη αλλά θα έλεγα και της τέχνης συνολικότερα. Μπορεί ένα έργο να πηγάζει από την μοναδικότητα και την ιδιαιτερότητα συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών ωστόσο αυτό δεν το εμποδίζει να αποτελεί πανανθρώπινο και διαχρονικό σημείο αναφοράς. Κι αυτό όχι επειδή η ιστορία επαναλαμβάνεται όπως συχνά αρεσκόμαστε να λέμε αλλά επειδή εμπεριέχει ελπίδες, φόβους, επιθυμίες και αδυναμίες άρρηκτα συνδεδεμένες με την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Όσο ο «πρίγκιπας» συνεχίζει να κηρύττει, η αναταραχή μεγαλώνει και οι λέξεις «στα ερείπια περιέχεται η πλήρης κατασκευή…» έρχονται να φανερώσουν την αποκαλυπτική δυστοπία που χτιζόταν σταδιακά ήδη από τα πρώτα λεπτά της ταινίας. Πράγματι, δεν είναι μόνο η ομορφία και η ικανοτητά μας για δημιουργία που μας δείχνουν την αλήθεια του ποιοι είμαστε. Αντιθέτως, αν επιθυμούμε ειλικρινά να μελετήσουμε και να κατονοήσουμε στο βαθμό που μπορούμε τη φύση του ανθρώπου, οφείλουμε να αναδείξουμε και τη σκοτεινή και καταστροφική πλευρά του. Αυτή που τόσο ευκολα μπορεί να ξυπνήσει και να οδηγήσει στην πιο αμείλικτη βιαιότητα και το βαθύτερο πόνο. Η λύση του παράλογου της συμπεριφοράς των ατόμων πραγματοποιείται μέσω μιας σκηνής που νομίζω συμπικνώνει το παράδοξο της δράσης μας στον κόσμο. Σχεδόν μαγικά, ο εξαγριωμένος όχλος ακινητοποιείται μόλις αντικρίσει έναν αβοήθητο ηλικιωμένο άντρα στο σώμα του οποίου αποκτούν μορφή όλα τα δεινά που έχει περάσει η κουρασμένη ανθρωπότητα στο πέρασμα του χρόνου. Είμαστε τόσο μικρά πλάσματα κάπου στο απέραντο του σύμπαντος κι όμως έχουμε τόσο μεγάλα όνειρα αλλά και τόσο μεγάλη αλαζονεία. Φαίνεται πως για τον Béla Tarr η τραγωδία των ανθρώπων βρίσκεται στο γεγονός πως «χωρίς να βρούμε τα αίτια του μίσους μας, σπάσαμε ό,τι βρήκαμε μπροστά μας». Στην αρχή της ταινίας ο János μαζί με τους θαμώνες ενός μπαρ και την αγνότητα που τον χαρακτηρίζει, αναπαριστά την ολική έκλειψη του ηλίου. Το μόνο σίγουρο είναι πως ο ουρανός κάποια στιγμή θα σκοτεινιάσει, μπορούμε όμως πάντα να ελπίζουμε πως η γλυκιά ζεστασία του φωτός του ηλίου στο τέλος θα επανέλθει. Ακόμη όμως κι αν αυτό δεν συμβεί, εμείς έχουμε την υποχρέωση να ξεσκεπάσουμε την απάτη.
Werckmeister Harmonies, των Béla Tarr και Ágnes Hranitzky
Είδος: Δράμα, Μυστήριο
Διάρκεια: 205′