Το χάρτινο σπίτι
Ο Ντοστογιέφσκι έγραψε τον «Παίκτη», για να περιγράψει τον εθισμό του στη χαρτοπαιξία που τον έφερνε κάθε λίγο και λιγάκι στο χείλος της καταστροφής. Επικές επίσης οι αναφορές του Μπουκόφσκι στον αλκοολισμό. Ο Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες επιλέγει να γράψει για κάτι ακόμη πιο τοξικό. Αναφέρεται στο πάθος των ανθρώπων για συλλογή και ανάγνωση βιβλίων που συχνά αποβαίνει μοιραίο…
Η Μπλούμα Λέννον, καθηγήτρια της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας στο Κέμπριτζ, βρίσκει άδοξο τέλος από διερχόμενο αυτοκίνητο, όταν προσπαθεί να διασχίσει μία διασταύρωση στο Σόχο, αφοσιωμένη στην ανάγνωση ενός ποιήματος της Έμιλι Ντίκινσον – ορίστε μία έμπρακτη απόδειξη για το πως τα βιβλία αλλάζουν τις ζωές των ανθρώπων. Ο πρώην εραστής της και διάδοχός της στην έδρα, λαμβάνει λίγο αργότερα ένα δέμα για εκείνη από την Ουρουγουάη, που περιέχει ένα αντίτυπο της «Γραμμής σκιάς» του Τζόζεφ Κόνραντ, με μια παράξενη αφιέρωση και ίχνη τσιμέντου στο εξώφυλλο. Με οδηγό την περιέργειά του, αποφασίζει να επιστρέψει στον αποστολέα το βιβλίο και να τον ενημερώσει για το θάνατο της Μπλούμα. Έτσι αφήνει την κρύα Αγγλία και ξεκινάει το ταξίδι του για το Μοντεβίδεο.
Η αναζήτηση του βασικού αφηγητή δεν λαμβάνει ομηρικές διαστάσεις. Άλλωστε όλο το έργο δίνεται σε τέσσερα κεφάλαια που μετά βίας ξεπερνούν τις εκατό σελίδες. Ο συγγραφέας επιλέγει να αποδώσει την διήγηση με λιτό ύφος. Οι συναισθηματικές διακυμάνσεις των χαρακτήρων και τα εκφραστικά σχήματα είναι λιγοστά, ενώ η γραφή ακολουθεί έναν ήρεμο δρόμο που διανθίζεται από κάποια ποιητικά σημεία και το άρωμα της νοσταλγικής διάθεσης του συγγραφέα. Ο Ντομίνγκες καταφέρνει να χτίσει ένα μικρό εκκλησάκι δίπλα στους καθεδρικούς ναούς των σπουδαίων πεζογράφων της Λατινικής Αμερικής.
Το «Χάρτινο σπίτι» είναι μια περιπλάνηση στον κόσμο των μεγάλων συγγραφέων και της νοτιοαμερικανικής λογοτεχνίας. Οι Ντοστογιέφσκι, Μάρκες, Φουέντες, Λόντον, Κόνραντ αλλά και ο δικός μας Καζαντζάκης συνθέτουν ένα μοναδικό ψηφιδωτό στους τοίχους ενός ξεχωριστού σπιτιού. Όπως η μάγισσα στο «Χάνσελ και Γκρέτελ» αποπλανούσε τα παιδιά με ένα σπίτι φτιαγμένο από γλυκά και ζαχαρωτά έτσι και ο Ντομίνγκες γοητεύει τους αναγνώστες με ένα σπίτι χτισμένο από υλικά που προορίζονται για μεγάλα παιδιά. Και το σημαντικότερο είναι ότι κανείς δεν θέλει να σε ψήσει στο φούρνο.
Οι ιδέες που περιέχονται στα βιβλία μπορεί να εξουσιάζουν τους ανθρώπους αλλά αυτό συμβαίνει πολλές φορές απλά και μόνο με τη φυσική τους παρουσία. Οι φανατικοί συλλέκτες τους οποίους συναντά ο αφηγητής, μας πληροφορούν ότι υπάρχουν οι βιβλιοσυλλέκτες και οι βιβλιοφάγοι. Σας αφήνω να διαβάσετε ποια είναι η διαφορά. Μαθαίνουμε, ότι δεν μπορούν να ταξινομήσουν στο ίδιο ράφι το Μπόρχες και τον Λόρκα γιατί όσο ζούσαν οι εν λόγω συγγραφείς είχαν τσακωθεί ουκ ολίγες φορές. Επίσης όταν τους επισκέπτονται γνωστοί και φίλοι, εσκεμμένα καθυστερούν να σερβίρουν τον καφέ, έτσι ώστε να θαυμάσουν οι επισκέπτες το μέγεθος της βιβλιοθήκης τους. Τέλος -αυτό νομίζω είναι και το καλύτερο- ισχυρίζονται ότι στα βιβλία των πολύ μεγάλων «χειριστών του λόγου» δημιουργούνται μονοπάτια ανάμεσα στις λέξεις και οι παράγραφοι ωραιοποιούνται λόγω της μουσικότητας των λέξεων που επιλέγονται. Και εγώ νόμιζα ότι ήμουν περίεργος γιατί δεν θέλω να δανείζω βιβλία. Είπαμε, πάθη και εμμονές.
Ο Ντομίνγκες χαρτογραφεί την γλυκόπικρη ιστορία του έρωτα και την νοσταλγία του πιθανού, συνταιριάζοντας μύθο και πραγματικότητα. Και πράγματι, αν αυτό το βιβλιαράκι μοιάζει σπουδαίο, είναι όχι γιατί στο τέλος ζουν αυτοί καλά και κάποιοι άλλοι καλύτερα αλλά γιατί οι πρωταγωνιστές έστω και για λίγο βγαίνουν από τον κλειστό κόσμο που είχαν δημιουργήσει, δραπετεύουν από τα πάθη τους και αποφασίζουν να κάνουν κάτι και για κάποιον άλλον. Με απλά λόγια ερωτεύονται. Οι ήρωες στο «Χάρτινο Σπίτι» μπορεί να μην βρήκαν την πολυπόθητη γαλήνη, έστω και για λίγο όμως αισθάνθηκαν ελεύθεροι γιατί θέλησαν να αλλάξουν. Αυτή νομίζω είναι και η βασικότερη συνέπεια του έρωτα, να εγκαταλείπεις τον παλιό σου εαυτό για έναν νέο. Να αφήνεις πίσω τα πάθη σου. Αρκεί να προλάβεις.
Ένα σημείο που μας άρεσε λίγο περισσότερο
Πολλές φορές αναρωτήθηκα γιατί κρατάω βιβλία που μόνο σε ένα απώτερο μέλλον είναι δυνατόν να μου φανούν χρήσιμα, τίτλους άσχετους προς αυτούς στους οποίους συνήθως ανατρέχω, βιβλία που διάβασα κάποτε και δεν πρόκειται να ξανανοίξω για πολλά χρόνια. Ίσως και ποτέ! Αλλά πώς να ξεφορτωθώ, για παράδειγμα, Το κάλεσμα της άγριας φύσης χωρίς να ξεριζώσω έναν από τους λίγους θεμέλιους λίθους των παιδικών μου χρόνων, τον Ζορμπά που σφράγισε την εφηβεία μου με ένα λυγμό, την Εικοστή πέμπτη ώρα και τόσα άλλα βιβλία εξόριστα στα πιο ψηλά ράφια, ανέγγιχτα και ωστόσο σιωπηλά, βυθισμένα στην ιερή αφοσίωση που τους αφιερώνουμε.