Χρονικό μιας εγκαταλελειμμένης γυναίκας
Ηρωίδα του βιβλίου είναι η Όλγα, μία νέα γυναίκα, λίγο πριν πατήσει τα σαράντα, που την παρατάει ξαφνικά ο άντρας της μετά από 15 χρόνια συζυγικής ζωής «ένα απομεσήμερο του Απρίλη», με δύο ανήλικα παιδιά και ένα λυκόσκυλο. Πρόκειται για μία συνηθισμένη γυναίκα που έχει εγκαταλείψει τη γενέθλια πόλη της, τη δουλειά της, τα όνειρά της, παρασυρόμενη και εγκλωβισμένη επί χρόνια στις επιθυμίες και τα σχέδια του άντρα της για καριέρα και οικογενειακή ζωή, μια σύζυγος που έχει εναποθέσει τον εαυτό της και τη ζωή της στις βουλές του συντρόφου της. Όταν αυτός την εγκαταλείπει και η πραγματικότητα που θεωρούσε δεδομένη σπάει σε χίλια κομμάτια, ακολουθεί μια ελεύθερη πτώση στην κόλαση του (ήδη) εγκαταλελειμμένου (από την ίδια) εαυτού της, μια κατακόρυφη βουτιά στην απελπισία και στο φόβο, στα καταπιεσμένα συναισθήματα και τις ξεχασμένες ανάγκες· ακολουθεί το φλερτ με την ψύχωση και την τρέλα, και η συνύπαρξη με φαντάσματα που από καιρό είχαν κρυφτεί στο ντουλάπι και τώρα ξεπροβάλλουν με περισσότερη δύναμη διατεθειμένα να την καταπιούν. Η Όλγα χάνει τον άνθρωπο που κινούσε τα νήματα της δικής της ζωής και όταν αυτά κόβονται, επέρχεται η αναπόφευκτη συντριβή.
Η Elena Ferrante, διά στόματος της ηρωίδας της, στις «Μέρες εγκαταλείψης» αναβιώνει στο χαρτί όλα τα στάδια αυτής της ιστορίας εγκατάλειψης που γεννάει τόσο δυνατά συναισθήματα στον αναγνώστη, ιδίως στην αναγνώστρια, που δύσκολα αφήνεις το βιβλίο από τα χέρια σου. Ένα λογοτεχνικό έργο που καταπιάνεται με ένα τόσο κοινό θέμα –ένας άντρας εγκαταλείπει τη γυναίκα του-, πολυφορεμένο και χιλιοπαιγμένο, αφηγηματικός πυρήνας αμέτρητων μυθιστορημάτων, που υπό τη συγγραφική πένα της Ferrante, συγκλονίζει και καθηλώνει τον αναγνώστη στον βαθμό που η ηρωίδα σε στοιχειώνει, όπως στοιχειώνει την ίδια μια «σκοτεινή μορφή» από τα παιδικά της χρόνια στη Νάπολη, μια γυναίκα που την εγκατέλειψε ο άντρας της και έφτασε στο σημείο να την αποκαλούν οι γείτονες «Κακομοίρα»:
Αυτή η γυναίκα έχασε τα πάντα, ακόμα και το όνομά της [...], έγινε για όλους η «Κακομοίρα» [...]. Η Κακομοίρα έκλαιγε, η Κακομοίρα φώναζε, η Κακομοίρα υπέφερε και σπάραζε από την απουσία του ιδρωμένου κοκκινομάλλη και των άπιστων πράσινων ματιών του. Έσφιγγε στα χέρα της ένα υγρό μαντίλι, έλεγε σε όλους ότι ο άντρας της την είχε εγκαταλείψει, την είχε σβήσει από τη μνήμη και τη συνείδησή του [...] Αυτός ο τόσο υπερβολικός πόνος είχε αρχίσει να με αηδιάζει. Ήμουν οκτώ χρονών, αλλά ντρεπόμουν για λογαριασμό της.
Για όσους έχουν διαβάσει την «Τετραλογία της Νάπολης», το έργο που έγινε παγκόσμιο best seller και την ανέδειξε σε κορυφαία συγγραφέα (μπορείτε να διαβάσετε κριτική για τον πρώτο βιβλίο της Τετραλογίας εδώ), η υπογραφή της Ferrante σε ένα μυθιστόρημα προκαλεί αυτόματα στον αναγνώστη το αίσθημα της αδημονίας να το διαβάσει, πεπεισμένος πως το βιβλίο που κρατάει στα χέρια του είναι ένα μικρό διαμαντάκι που θα εγγραφεί ανεξίτηλα στη μνήμη του. Το χαρακτηριστικό που την ξεχωρίζει –και ο λόγος που κάθε γυναίκα αναγνώστρια την έχει αγαπήσει και αναδείξει σε σημαντική μορφή της σύγχρονης λογοτεχνίας- είναι η μαγευτική ικανότητά της να εισχωρεί στη γυναικεία ψυχή, να ανατέμνει και να ανασυνθέτει στο χαρτί με την επιδέξια πένα της πολυσύνθετες πλευρές της γυναικείας ψυχοσύνθεσης, της γυναικείας εμπειρίας, γεγονός που προκαλεί στην αναγνώστρια έντονα αισθήματα ταύτισης με τις ηρωίδες των βιβλίων της.
Επιδέξια ανατόμος της γυναικείας ψυχολογίας, η Ferrante, στις «Μέρες εγκατάλειψης», πλάθει μια ηρωίδα διπλά εγκαταλελειμμένη, αφού έχει εγκαταλείψει τον εαυτό της και τα όνειρά της πολύ πριν την εγκαταλείψει ο άντρας της. Πρόκειται για μία γυναίκα που έχει προ πολλού «επαναπαυθεί» στις δάφνες του συζύγου της, βλέπει τον κόσμο φιλτραρισμένο μέσα από τα δικά του μάτια, έχει [ξε]χάσει την ανεξάρτητη εικόνα του εαυτού της, και αποκλειστικό της μέλημα είναι η φροντίδα του σπιτιού και των παιδιών της. Όταν ο σύζυγος την εγκαταλείπει, έρχεται αντιμέτωπη όχι μόνο με την απόρριψη και την προδοσία του, αλλά και με τη βαριά συνειδητοποίηση ότι τώρα πρέπει να επιβιώσει με τα δικά της μέσα και δυνάμεις, ότι πρέπει να επωμιστεί το «βάρος» και την πλήρη ευθύνη όχι μόνο των παιδιών και του σπιτιού της, αλλά και του ίδιου του εαυτού της. Το γεγονός αυτό τη διαλύει, μένει «ολομόναχη, τρομαγμένη από την ίδια […] [της] την απελπισία», την κυριεύουν οι εμμονές, η ανασφάλεια, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, ενεργοποιούνται μηχανισμοί άμυνας του ασυνειδήτου. Γίνεται σαρκαστική, κακεντρεχής, αγρίμι που απομονώνεται και την απομονώνουν με μία ολοένα και μεγαλύτερη μανία αυτοκαταστροφής και καταστροφής, χάνοντας την επαφή με την πραγματικότητα, ακόμα και με τα παιδιά της: «έχανα την επαφή μ’ εκείνα τα αθώα πλάσματα, απομακρύνονταν σαν να ισορροπούσαν πάνω σε μία σανίδα που επέπλεε παρασυρμένη από το ρεύμα». Η ενήλικη γυναίκα νιώθει να μεταμορφώνεται στο ανήλικο, και εξαρτημένο από τη φροντίδα των άλλων, κοριτσάκι των παιδικών της χρόνων.
Καθώς η ηρωίδα βυθίζεται σε ψυχικό τέλμα, βυθίζεσαι και εσύ μαζί της, σε συμπαρασύρει, σου μεταδίδει το άγχος της, νιώθεις στο πετσί σου την ένταση της αγωνίας και της κακομοιριάς στην οποία έχει υποπέσει, και άλλες φορές ταυτίζεσαι μαζί της, κατανοώντας την ανημποριά της, και άλλες, σαν να επρόκειτο για ζωντανό οργανισμό, την επικρίνεις, σε εξοργίζει με τη στάση της, θέλεις να της χώσεις δύο χαστούκια να την επαναφέρεις. Και ίσως, τα χαστούκια αυτά έχουν τελικά αποδέκτη εσένα, αφού η Ferrante χτίζει ένα ψυχολογικό πορτρέτο, ξεπατικώνοντας μύχιες σκέψεις και συναισθήματα του άλλου, κρυμμένου εαυτού μας, που όλοι με τρόμο αντικρύζουμε όταν αυτά ξεπροβάλλουν, καταπνίγοντάς τα.
Όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται σαν αρχαία τραγωδία, όπου η κάθαρση επέρχεται με μία δυνατή σφαλιάρα της ζωής, και όταν τα φίλτρα του άλλου διαλύονται, ακολουθεί ένα ελπιδοφόρο τέλος.
Ήθελα να τον σβήσω εντελώς απ’ το κορμί μου, να πετάξω από πάνω μου ακόμα κι εκείνες τις πλευρές του που, εξαιτίας κάποιου είδους θετικής προδιάθεσης ή συνενοχής, δεν είχα καταφέρει ποτέ να δω. Αποσιώπησα ότι ήθελα να γλιτώσω από τη δίνη της φωνής του, από τις προφορικές του διατυπώσεις, από τους τρόπους του, από την αντίληψή του για τον κόσμο. Ήθελα να είμαι ο εαυτός μου, αν κάτι τέτοιο είχε ακόμα νόημα. Ή τουλάχιστον να δω τι θα απέμενε από τον εαυτό μου, όταν θα τον έδιωχνα εντελώς από πάνω μου.
Μέρες εγκατάλειψης, της Elena Ferrante
Μετάφραση: Σταύρος Παπασταύρου
Εκδόσεις Πατάκη
σελ. 273