Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Ζαφείρης Κατραμάδας: Ηθοποιός Χωρίς Αυλαία

feature_img__zafeiris-katramadas-ithopoios-xoris-aulaia
Και εκεί που σουλατσάρεις σε κεντρικό βιβλιοπωλείο της πόλης συναντάς μια γνώριμη, χαρακτηριστική φυσιογνωμία. «Τον γνωρίζω από το Θέατρο και τον Κινηματογράφο» σκέφτεσαι, γίνεσαι τολμηρή για 5 δευτερόλεπτα, «στην τελική φαίνεται πολύ πρόσχαρος και φιλικός άνθρωπος» και του ζητάς μία συνέντευξη σχετική με το βιβλίο του που μόλις κυκλοφόρησε και ίσως είσαι τυχερή και σου μιλήσει για τα άδυτα του καλλιτεχνικού ελληνικού χώρου!…

Ας ξεκινήσουμε με το βιβλίο «Ηθοποιός Χωρίς Αυλαία». Πώς αποφασίσατε να προχωρήσετε στη συγγραφή βιβλίου; 

Ήτανε μια χρόνια προσπάθεια να αποκρυσταλλώσω κάποια βιώματα και να καταγράψω τις προσωπικές μου μνήμες… να μείνουνε γιατί γενικότερα είχα μια δύσκολη πορεία βιοπορισμού, περιβάλλοντος, γνώσης, απελευθέρωσης από ένα στείρο και ξηρό περιβάλλον όπως ήταν το Πολύκαστρο Κιλκίς – από εκεί είναι η καταγωγή μου. Δεκαοχτώ χρονών ήρθα στη Θεσσαλονίκη αφού τελείωσα εκεί το γυμνάσιο. Από τη φύση μου ήμουν πολύ παρατηρητικό παιδί… με γοήτευε το μυστήριο και αυτό που θυμάμαι όταν ήμουν πολύ μικρός, δηλαδή έξι – εφτά χρονών, ήταν η ενασχόληση μου με το φαινόμενο του θανάτου. Με συγκλόνιζε, δεν θα μπορούσα να πω ότι με γοήτευε αλλά μου προκαλούσε μια περίεργη αντίδραση, φοβόμουνα και ήθελα να το εξετάσω με το παιδικό μου μυαλό. Και πήγαινα στις κηδείες.. άκου να δεις τώρα! Ρώτησα και ψυχολόγο-ψυχίατρο μετέπειτα, «Γιατί» λέω «όλα αυτά;» «Επειδή», μου λέει, «είσαι λάτρης της ζωής και τον θάνατο τον αντιμετώπιζες ως αυτόν που σου φρενάριζε αυτό που αγαπάς πιο πολύ, που είναι η ζωή». Είχα ένα φίλο – συγγενή και πέθανε. Και αυτό ήθελα να το διερευνήσω. ‘Ετσι, λοιπόν πήγαινα σε κηδείες ξένων προσώπων -όχι συγγενικών- όπου είχα τη δυνατότητα και έμπαινα τελευταίος κρατώντας και μια απόσταση γιατί φοβόμουνα κιόλας μέσα στα νεκροταφεία… Εκείνο που με εντυπωσίαζε και με προβλημάτιζε ήταν αυτό που απασχόλησε και τον Ζορμπά στον Καζαντζάκη που εγώ τότε δεν είχα ιδέα περί αυτού. Έβλεπα στους σταυρούς ηλικίες μικρών ηλικιών: παιδιά 14 χρονών, 7 χρονών, στην ηλικία μου που πέθαναν και έλεγα: «Δηλαδή, εγώ τώρα είμαι πεθαμένος εδώ και έναν χρόνο… Αν πούμε οτι είμαστε μια ενότητα όλοι, άρα λοιπόν εγώ έχω πεθάνει κατά ένα τμήμα σαν αυτό το παιδάκι που ήταν και φίλος μου». Αυτές τις σκέψεις μετά, σιγά σιγά για να τις ελαφρύνω τις σατίρισα, σαν να έκλεισα το μάτι στον θάνατο. Γιατί πίστευα από την παράδοση της οικογένειας ότι υπάρχει ο Θεός που τα κανονίζει αυτά και ήξερα ότι τα μικρά παιδάκια γίνονται αγγελούδια και με παρηγορούσε αυτό. Αλλά εγώ ήθελα να είμαι και λίγο διαβολάκι, όπως μου έλεγε η μάνα μου καμιά φορά: «Είσαι διαβολάκι εσύ»! «Πώς μου λένε ότι είμαι διαβολάκι – δηλαδή αν πεθάνω τώρα μετά θα γίνω αγγελούδι;» Άκου τι σκεφτόμουνα τότε… Μετά, 13ών χρονών άρχισα να δουλέυω σε πλινθοποιείο… εργάζομαι από πάρα πολύ μικρός! Αναφέρομαι στα χρόνια εκείνα στο κεφάλαιο του βιβλίου «Τα Χελιδόνια», δεν θα αποκαλύψω περισσότερα για να έχει ένα ενδιαφέρον για τον αναγνώστη, τότε όμως συνειδητοποίησα για πρώτη φορά την καταπόνηση τη σωματική, τον κόπο, την προσπάθεια, τη χειρονακτική δουλειά, γέμισα φουσκάλες στα χέρια. ‘Ετσι λοιπόν, δούλευα σ ένα δύσκολο πόστο, έριχνα το χώμα στη μηχανή μέσα για να γίνει λάσπη, χωρίς διάλειμμα μέχρι το μεσημέρι. Και περιγράφω τι αισθανόμουνα. Είχαμε και ένα αφεντικό που έβριζε, ήταν χυδαίος και ενώ ήταν συμπαθής σου δημιουργούσε μια ερεθιστική απώθηση. Και ήθελες να τον αποφύγεις αλλά και να τον ακούσεις κιόλας. Και θυμάμαι που έλεγε μια χαρακτηριστική φράση: «Έτσι ρε, πρέπει να πονέσεις, να πληγιάσεις τα χέρια σου, με πόνο θα βγάλεις το ψωμί σου, με πόνο θα γίνεις πλούσιος όπως έγινα εγώ». Και εγώ σκεφτόμουνα: «Μωρέ, δεν παίρνω να λιανίσω με το σφυρί τα δάχτυλά μου όλα και να γίνω κατευθείαν εκατομμυριούχος;» Αλλά δεν άνοιξα το στόμα μου και δεν το εἰπα. 

Οπότε είναι κυρίως αυτοβιογραφικό;… 

Είναι σαφώς αυτοβιογραφία διότι αναφέρομαι επωνύμως, εγώ, ως ο Ζαφείρης που συνάντησα πρόσωπα, ανθρώπους – καλούς, κακούς – καταστάσεις στην προσωπική μου πορεία. Έδωσα μια προσωπική λογοτεχνική χροιά στη ροή του λόγου –πολλοί μου είπαν πως χειρίζομαι πολύ ωραία τη γλώσσα την ελληνική. Το θεωρώ και λίγο αναμενόμενο τόσα χρόνια στο θέατρο που ασχολούμαι με τον γραπτό θεατρικό λόγο, που είναι και πιο παραστατικός. Ο λόγος λοιπόν του βιβλίου δεν είναι δύσκολος. Στη συνέχεια φυσικά ανακάλυψα παρόμοιες ιστορίες και από άλλους ανθρώπους. Δεν είμαι ο μοναδικός που εκοπίασε ή αδικήθηκε… δηλαδή και εσύ μπορεί να βρεις κοινούς παρανομαστές καθώς θα το διαβάζεις. Τα όνειρα που θέλουμε να πραγματώσουμε. Και όλα αυτά τα παίρνω και κάνω ένα focus ας πούμε ένα ζουμάρισμα – εξάλλου αυτό κάνει η τέχνη, παίρνει τμήματα της ζωής και τα μεγεθύνει για να γίνουν πιο συνειδητά. Και όπως μου λέει η Καίτη Παπανίκα – να ‘ναι καλά η Καιτούλα μου: «Ζαφείρη, δεν θα λες πως είναι ούτε αυτοβιογραφία ούτε διήγημα ούτε μυθιστόρημα. Είναι μια ραψωδία, ένα ποιητικό έπος. Ζαφείριο». 

 Έχετε αναφορές σε συγκεκριμένα άτομα; Ποια γεγονότα καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου; 

Είναι σαφώς μια μεγάλη αναφορά στην παιδική ηλικία με μνήμες ακόμα και της πρώιμης, νήπιας ηλικίας δηλαδή από τότε που ήμουν τριών χρονών… Μετά τεσσάρων – πέντε χρονών θυμάμαι που είδα για πρώτη φορά θέατρο σε αντίσκηνο και μπήκα κρυφά κάτω από το πανί γιατί δεν είχα εισιτήριο να πληρώσω. 

Αναφορές σε γνωστά άτομα του κινηματογράφου και του θεάτρου υπάρχουν; 

Έχω σαφώς! Το πήρα λίγο με τη σειρά. Αρχικά αναφέρομαι στη σχέση μου με τα πρόσωπα της οικογένειας. Ακολούθως, συναντώ τους πρώτους δασκάλους στις σχολές, συναντώ αρνητικούς ανθρώπους αλλά επιβάλλεται χάριν πολιτισμού και ευγένειας να μην αναφέρονται τα ονόματα… Όταν κάποιος χαρακτηρίζεται για κάτι αρνητικό και δεν του δίνεις το δικαίωμα να αμυνθεί. Για παράδειγμα, υπήρξε ένα καρφί, γλειφτρόνι μέσα στο Εθνικό – οι συνάδερφοι ξέρουν ποιός είναι – δεν αναφέρω το όνομά του αλλά τον φωτογραφίζω κατά κάποιον τρόπο, ο οποίος επετέθη να με γρονθοκοπήσει μέσα σε όλον τον θίασο γιατί επέμενα – ήμουν και συνδικαλιστής – να μας φέρουν νερό και παγκάκια! Κάναμε πρόβα, ολόκληρο Εθνικό Θέατρο και δεν είχαμε πού να καθήσουμε! Έχουνε και μια τάση οι ηθοποιοί να προσαρμόζονται στις συνθήκες αλλά δεν το θεωρούσα σωστό, όταν υπάρχει μία υποδομή αν θέλεις και υπάρχουν και χρήματα να μην υπάρχουν καθίσματα… Δηλαδή ήταν θέμα κακοδιαχείρησης. Και ο άλλος για να επωφεληθεί, εναντιώθηκε σε μένα. «Και ποιός είσαι εσύ και διαμαρτύρεσαι; Του λέω «μιλάω ως εκπρόσωπος του σωματείου, οφείλουμε να έχουμε κρύο νερό, να έχουμε έναν καταψύκτη, να έχουμε καρέκλες να καθόμαστε». Όταν βέβαια αυτός επετέθη του λέω: «Δεν σε χτυπάω γιατί έχω τρομερή δύναμη – ήμουν γυμνασμένος από τις οικοδομές – θα σε μπήξω μέσα στο τσιμέντο και θα μπω φυλακή». Και οι παρόντες συνάδελφοι το γνωρίζουν ως γεγονός γιατί έγινε μεγάλος ντόρος μετά αλλά δεν αναφέρω το όνομά του. Και τι κατάλαβε; Απομονώθηκε μόνος του και οι συνάδελφοι έγιναν φίλοι μου εκεί που δεν το περίμενα. 

Υπάρχουν άτομα από τον χώρο του θεάτρου που θαυμάζετε και εστιάζετε στο πρόσωπό τους στο βιβλίο; 

Έχω παίξει πολλά χρόνια στο θέατρο ακόμα και σε κλασικό ρεπερτόριο, τραγωδίες, κωμωδίες, Αριστοφάνη κτλ. Έτυχε λοιπόν να τα φέρει έτσι η τύχη και δύο χρόνια αφότου αποφοίτησα από τη σχολή με επέλεξαν για δύο ρόλους στις «Όρνιθες». Έκανα τον Τριβαλλό αρχικά και μετά ασθένησε ένας ηθοποιός και απέκτησα ως δεύτερο ρόλο, αυτόν του Μέτονα του Γεωμέτρη. Τότε παίζαμε με τον Φωτόπουλο και εγώ μαθήτευσα δίπλα του. Ήταν μια ψυχούλα, ένας πολύ ευγενικός άνθρωπος… με φώναζε «Συνάδελφε»! και εγώ κοκκίνιζα, ντρεπόμουνα! Παιδάκι, ήμουνα, είχα δύο χρόνια που βγήκα από τη σχολή και με φώναζε συνάδελφε! Και του έλεγα: «Όχι! Καλύτερα να με λέτε μαθητή και εγώ να σας λέω δάσκαλο»! «Όχι μωρέ, έχεις και δύσκολο όνομα»! Περνάγαμε πάρα πολύ όμορφα.. Και εγώ ρωτούσα, μάθαινα από τους παλιούς. Του έλεγα, ας πούμε: «Δάσκαλε… Τώρα που εγώ είμαι νέος ηθοποιός στα πρώτα μου βήματα, τι μπορώ να έχω έτσι σαν μότο; Μία συμβουλή σας». Και μου έλεγε: «Γερό στομάχι και ατσάλινα νεύρα». Και κάπου εκεί εγώ ένιωθα λίγο αμήχανα… Σκεφτόμουνα τι εννοούσε… Κι όμως με τον καιρό το διεπίστωσα. Επίσης μετά απόλαυσα τη σκιά ενός πλάτανου που λεγόταν Παντελής Ζερβός. Ήταν έτσι και ευτραφής. Και αυτός βέβαια με δίδαξε πολλά πράγματα, κουβεντιάζαμε. Και εκείνος που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην θεατρική μου διαπαιδαγώγηση και ο πρώτος που μου είπε «Γράψε βιβλίο, εγώ διαισθάνομαι τους υπερήχους, όταν έχω μια χυσοφόρα φλέβα», ήταν ο Μάνος Κατράκης. Όταν παίζαμε στην Επίδαυρο, εγώ τον βοηθούσα με το να του κρατήσω το υποβολείο, το κείμενο κτλ. και αυτός ήταν πολύ προσφιλής άνθρωπος, δεν ήταν απόμακρος. Με γοήτευε η φανταστική φωνή του και τον ρωτούσα: «Γιατί κύριε Μάνο δεν γράφετε την αυτοβιογραφία σας;» και μου απαντούσε: «Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι ενδιαφέρον για τον κόσμο. Εσύ να γράψεις. Γιατί φαίνεσαι ανήσυχος άνθρωπος και αυτοί είναι που κάτι έχουν να πούν». Θέλω να πω, μου έδωσε το έναυσμα, ε, υποσυνείδητα το αποδέχτηκα και εγώ και ένιωσα λίγο κολακευτικά… Έτσι άρχισα να επιχειρώ να γράφω. Έγραφα και παλαιότερα κείμενα τα οποία δεν εξέδωσα. Ποιήματα για παράδειγμα. Ο Μάνος έλεγε ότι ο καλλιτέχνης ο σωστός πρέπει να διατηρεί ένα ήθος κοινωνικό. Όπως για παράδειγμα λέμε ότι ο παπάς πρέπει να νηστεύει, να ασκείται απέναντι στον πειρασμό… Κάπως έτσι πρέπει να είναι και ο καλλιτέχνης. Και εκεί επιλέγεις: είτε να γίνεις εμπορικός, να έχεις λεφτά, να έχεις ματαιοδοξία και δόξα είτε να αφυπνίσεις και να ευαισθητοποιήσεις το κοινό. Αυτοί οι τρεις άνθρωποι που ανέφερα είχαν σημαντική επίδραση στην πορεία μου. Και έλεγα, άμα τον Φωτόπουλο τον παρομοιάζω με ένα δέντρο που μου έδωσε σκληρούς καρπούς και τον Παντελή Ζερβό με έναν πλάτανο, τον Μάνο Κατράκη θα τον αναπαρίστανα σαν έναν ευσταλή άντρα. Σαν κυπάρισσο.

Σε τι είδους κοινό απευθύνεται το βιβλίο; 

Απευθύνεται σε ένα φάσμα επαρχιωτών, εκεί που κυριαρχούν οι ντοπιολαλιές, η αγροτική ζωή, η φτώχεια…. Ένα τμήμα του βιβλίου αναφέρεται στη γενιά μου, στα παιδικά μου χρόνια, στα παιδιά της αλάνας που παίζαμε, που τρέχαμε, που κολυμπάγαμε στον Αξιό ποταμό με κίνδυνο να πνιγούμε. Μετά σταδιακά, αφορά σαφώς τους ηθοποιούς. Απομυθοποιώ όλο αυτό το λαμπερό, το glamorous που υπάρχει γύρω από τους καλλιτέχνες. Ότι βγάζουν λεφτά, ότι ζουν μια χλιδάτη ζωή… Οι περισσότεροι είναι καταλαχανιασμένοι, απογοητευμένοι, κάθε μέρα είναι στο τρέξιμο και τώρα με την κρίση είναι χειρότερα τα πράγματα…! Είναι κάποιοι που έχουνε κάποιες διασυνδέσεις και έχουν δημιουργήσει ένα κατεστημένο. Όλοι οι άλλοι θεωρητικά είναι γύρω στους 10.000… Οι ηθοποιοί στο σωματείο είναι 3.000… Πόσους γνωρίζει ο κόσμος; 

Από εκεί και πέρα διατυπώνω έναν λόγο υπεύθυνο, μετά από 42 χρόνια που υπηρετώ την τέχνη, παίρνω την ευθύνη του λόγου μου, κριτικάρω καυστικά… Μια κυρία μου είπε: «Σκίζεις με ξυράφι όλο το κατεστημένο σήμερα σάπιο σύστημα της πολιτικής μας». 

Μεγάλη ευθύνη αυτή. Θέτω τον κύριο Γιώργο Παπανδρέου ενώπιον των ευθυνών του και τον κατηγορώ: «Αν είσαι όντως πατριώτης, έπρεπε όταν διεπίστωσες αυτήν την οικονομική εξαθλίωση και όλο αυτό το μπάχαλο που επικρατούσε στον κρατικό μηχανισμό και στην οικονομία της Ελλάδος, να παραιτηθείς και να πεις: Έλα κύριε χρυσαυγίτη, έλα κύριε ΚΚΕ, έλα κύριε ΠΑΣΟΚ, έλα κυρία Νέα Δημοκρατία να σώσουμε την πατρίδα. Ποιος σου είπε να πάρεις τον Παπακωνσταντίνου και να υπογράψετε μνημόνια και να φέρετε την ΤΡΟΙΚΑ και να βασανίζετε για άλλα 60, 70 χρόνια τον ελληνικό λαό;» Είναι πολύ υπεύθυνη θέση αυτή αλλά σαφώς είναι πολιτική. Χτυπάω τον Πάγκαλο: «Γιατί λες ότι τα φάγαμε μαζί; Τα φάγατε μαζί με τα λαμόγια και τα κομματόσκυλα. Μην αναφέρεσαι σε κάποιες συντάξεις που ήταν μαϊμού. Σε τι φταίει η γριούλα πάνω σε ένα χωριό του Ολύμπου και πας τώρα και της φορολογείς το κοτέτσι για να βγάλεις τα σπασμένα;» Είναι ηθική αυτή; Πρέπει λοιπόν ένας καλλιτέχνης να παίρνει θέση – πολιτική, όχι κομματική. Δεν με ενδιαφέρει, δεν υποστηρίζω κάποιο κόμμα, έχω το κόμμα της εντιμότητας, του πατριωτισμού και του οράματος του καλλιτέχνη.

Εσείς τι πιστεύετε ότι έχει κερδίσει ο αναγνώστης με το τέλος της ανάγνωσης του βιβλίου;

Θα ευχαριστηθεί ένα λογοτέχνημα, ότι αυτό που διαβάζει έχει όντως κάποιους συγκεκριμένους κανόνες λογοτεχνικού έργου. Δεν είναι μη κατανοητό… Και ενώ το βλέπει εύληπτο σαν κείμενο, εάν εμβαθύνει βαθύτερα έχει πολύ πυκνό νόημα.

Ένα είναι αυτό. Σαν πνευματικό προϊόν, είναι απολαυστικό ως ανάγνωσμα, ως λογοτέχνημα. Όμως, σαν συνειδητοποιημένο, κοινωνικό άτομο επίσης λαμβάνει ένα μήνυμα, ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι συνεπἠς ως προς τις αρχές του, ότι πρέπει να αγωνίζεται παρά τις αντιξοότητες, πρέπει να πιστέψουμε ότι παρόλο που βρισκόμαστε τώρα στο ναδίρ, κάποια στιγμή θα σηκωθούμε.

Να μην εγκαταλείπουμε την εσωτερική μας ελπίδα και το όραμα. Η ζωή μου ήταν ένας αγώνας επιβίωσης… έχασα ένα πολύ νέο αδελφό, 56 χρονών μέσα σε μισή ώρα, ο θάνατος του πατέρα μου που ήταν 66 χρονών με στιγμάτισε επίσης, εγκατέλειψα τα όνειρά μου στην Αγγλία που είχα πάει μόνος μου χωρίς λεφτά, πέρασα περιόδους πείνας… εδώ στο Βασιλικό δίπλα, κοιμόμουν σε ένα παγκάκι επί 28 μέρες και έτρωγα μία τυρόπιτα την ημέρα και ευτύχησα όταν η κορούλα μου έγινε τριών χρονών, να της δείξω από που ο μπαμπά της, άρχισε να στρώνει το χαλί των ονείρων της που πάνω αυτή θα περπατούσε…

 Πότε πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο;

Φαίνεται ότι κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2014 αλλά λόγω κάποιων διορθώσεων κυκλοφόρησε μέσα Ιουνίου.

Ως τώρα, τι σχόλια ακούσατε;

Άκρως θετικά και ενθαρρυντικά.

Όποτε σκοπεύετε να συνεχίσετε σε επόμενο βιβλίο;

Ναι, σαφώς. Έχω στα σκαριά ένα πολύ δύσκολο θέμα, ένα μυθιστόρημα.

Αναφέρατε ότι γράφετε ποιήματα. Θα μπορούσατε να μου πείτε ένα ποίημα. Να το συμπεριλάβουμε; Πείτε μου «Tο λευκό πουκάμισο».

Αν ανοίξεις το λευκό πουκάμισό μου

 να δεις τις πληγές μου

δεν θα βρεις σημεία για άλλη μία πληγη.

Και όμως τίποτα δεν φαίνεται,

γιατί τις έχω βαθειά φυλαγμένες στην καρδιά μου.

Ε… μην ματώσουμε και το λευκό πουκάμισο.

Επειδη ξεκινήσατε να μιλάτε για τον θάνατο, η τελευταία ερώτηση είναι αυτή. Πιστεύετε στον Θεό;

Σαφώς. Τώρα θα μου πει ο άλλος, «Tεκμηρίωσε». «Τεκμηρίωσε εσύ ότι δεν υπάρχει». Στο βιβλίο αναφέρομαι στον Αϊνστάιν και γράφω «τώρα μην υπερσκελίσουμε τον Αϊνστάιν, ο οποίος ήταν μια φυσιογνωμία μαθηματική και φυσική στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και είπε «Ε, δεν έκανα και εγώ κάτι το σπουδαίο, απλώς πάτησα στους ώμους των προγόνων μου, ατένισα το σύμπαν και είπα ανερμήνευτα τα έργα σου Κύριε».

Σας ευχαριστώ πολύ και καλή επιτυχία στην συγγραφική σας καριέρα!

Εγώ σας ευχαριστώ!

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΕΛΕΝΗ ΜΑΡΚ

1
Μοιράσου το