Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Zama, της Lucrecia Martel

feature_img__zama-tis-lucrecia-martel
H αργεντίνικης καταγωγής, αλλά μάλλον ευρωπαϊκής κινηματογραφικής παιδείας, Lucrecia Martel, μετά το πολύ επιτυχημένο “La nina santa” (2004) και το λιγότερο γνωστό “La mujer sin cabeza” (2008), επιστρέφει με το “Zama”, την κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Antonio Di Benedetto. Το βιβλίο του Benedetto, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα σύγχρονης ισπανόφωνης πεζογραφίας, αρκετά διαδεδομένο στη λατινοαμερικάνικη μαζική κουλτούρα. Η Martel παραδίδει μια ταινία χαμηλών τόνων και αργόσυρτου νωχελικού ρυθμού που προσομοιάζει περισσότερο σε άσκηση ύφους παρά σε αναπαράσταση της αποικιακής ζωής του 18ου αιώνα, όπως την περιγράφει ο Benedetto.

Ο Δον Ντιέγκο ντε Ζάμα, παραμένει αποκλεισμένος στη θέση του αξιωματικού (που ουσιαστικά τελεί χρέη τοποτηρητή) σε μια απομακρυσμένη αποικία της Λατινικής Αμερικής, περιμένοντας μάταια για μια μετάθεση που θα τον επαναφέρει στον δυτικότροπο ρυθμό ζωής που είχε συνηθίσει. Οι ιθαγενείς εκεί είναι άνθρωποι τους οποίους ούτε καταλαβαίνει, ούτε θέλει να καταλάβει. Η ζωή του στην αποκία παραμένει σε μια σχετική στασιμότητα, με τις ερωτικές του περιπέτειες να καταλήγουν σε αδιέξοδο και την παρατεταμένη αναμονή για απάντηση στο αίτημά του για μετάθεση να μην τον αφήνει να ενταχθεί στην κοινότητα στην οποία ζει. Η αφήγηση μπλέκεται σ’ ένα πολύχρωμο κολλάζ παράξενων ήχων και οπτικών ανατροπών που η Martel αποκαλύπτει σιγά σιγά με μυστικισμό και μια αίσθηση παραδοξότητας: ηλεκτρισμένες κιθάρες, καταπράσινα φυλλώματα, πορτοκαλιά ηλιοβασιλέματα, ο ήχος των κυμάτων – η ταινία μέχρι το τέλος της δε σταματά να εκπλήσσει ακουστικά και οπτικά, αποζητώντας το απόκοσμο, αυτό που προκαλεί έκπληξη και δέος. Η φωτογραφία δρα καταλυτικά στη σκιαγράφηση αυτού του μαγικού κόσμου που είναι γεμάτος χρώματα και υφές. Το παλλόμενο περιβάλλον της εξωτικής αυτής αποικίας προκαλεί τον θεατή, που αδυνατεί μέχρι το τέλος να πιστέψει το μέγεθος της απεμπλοκής του Ζάμα από όσα συμβαίνουν γύρω του. Ωστόσο, η αίσθηση του απόκοσμου εδώ ξεπερνάει τον απλό εξωτικισμό. Η Martel δεν παρακολουθεί με ντοκιμαντερίστικο ενδιαφέρον τους ιθαγενείς και τη γη τους, σαν να ‘ναι το φόντο της εσωτερικής περιπέτειας του ήρωα· πολύ περισσότερο, επιθυμεί να τους κάνει λειτουργικό μέρος της ταινίας, σαν όλη αυτή η αίσθηση του παράδοξου, όλη αυτή η αντίφαση να θέλει να γεννήσει μια σύνθεση.

Ο θεματικός άξονας γύρω απ’ τον οποίο αναπτύσσεται η ταινία είναι μάλλον τα ζητήματα ταυτότητας που θέτει το άτομο στον εαυτό του όταν έρχεται αντιμέτωπο με το διαφορετικό, μια προβληματική που ακολουθεί την Martel από τις προηγούμενες ταινίες της και φτάνει εδώ σε μια αρκετά ώριμη εκδοχή της. Η προσωπική εκτίμηση για την ταυτότητα του ατόμου έρχεται να συγκρουστεί με την εθνική του ταυτότητα, με αποτέλεσμα την απόλυτη σύγχυση στην ιεράρχηση των αξιών και των προτεραιοτήτων. Ο θεατής παρακολουθεί τον ήρωα να διανύει ένα προσωπικό ταξίδι υπαρξιακής και συχνά ταξικής αγωνίας. Ωστόσο, η μεγάλη διάρκεια της ταινίας έχει σαν αποτέλεσμα η δεύτερη πράξη να κυλάει, συχνά, βασανιστικά αργά. Η ταινία κινείται νωχελικά, με τη δράση να προωθείται ελάχιστα και την κάμερα να εστιάζει στις αντιδράσεις του Ζάμα στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος γύρω του, και λιγότερο στις δράσεις, που εξοβελίζονται στο πίσω μέρος του κάδρου. Ο ρυθμός αυτός συχνά κουράζει και σίγουρα απευθύνεται σε ένα κοινό που δεν πτοείται από την έλλειψη δράσης. Στην πρώτη προβολή της ταινίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, το κοινό την υποδέχτηκε με αμηχανία, κυρίως λόγω του ιδιόμορφου ρυθμού της, ενώ πολλοί εξέθεσαν τις ενστάσεις τους για την αληθοφάνεια της γλώσσας και της εκφοράς του προφορικού λόγου, τόσο από τους ευγενείς όσο και από τον ίδιο τον Daniel Giménez Cacho, στο ρόλο του Ζάμα. Ο Cacho, που έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό από τη συμμετοχή του στο πολύ αγαπημένο από το ελληνικό κοινό “Y tu mamá también” του Alfonso Cuaron στο ρόλο του αφηγητή της ιστορίας, παραδίδει μια άνιση ερμηνεία, άλλες φορές εξαιρετικά ρεαλιστική και με ουσιαστική απεύθυνση, άλλες φορές εντελώς άνευρη και επίπεδη. 

Στα θετικά της ταινίας αξίζει να προστεθεί η προσέγγιση της Martel για το παρελθόν της χώρας της, χωρίς διδακτισμούς αλλά ούτε και με αίσθηση αναπόλησης. Πρόκειται για μια εξαιρετικά ψύχραιμη κριτική προσέγγιση, από μια γυναικεία ματιά, που απευθύνεται έντιμα στο κοινό της: τα παρθένα δάση και τοπία ισοσταθμίζονται από τις εικόνες των νεκροτομείων, που είναι γεμάτα από τα θύματα της χολέρας και της πανώλης. Ο ήχος των κυμάτων έρχεται να καλυφθεί από τον θλιβερό θόρυβο των πρωτόλειων ανεμιστήρων της εποχής, τις εικόνες των κρυστάλλινων λιμνών διαδέχονται όργανα βασανιστηρίων και εικόνες εξαθλίωσης. Σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της ταινίας, οι κουβέντες των ιθαγενών δεν υποτιτλίζονται σκόπιμα, αφήνοντας τους θεατές να κάνουν υποθέσεις – μια ενδιαφέρουσα επιλογή της σκηνοθέτιδας που κλείνει το μάτι στο κοινό: στο σινεμά δεν υπάρχει η ανάγκη να διατυπωθούν όλα, μερικά πράγματα απλώς υπάρχουν. Άλλωστε, όπως αναφέρεται κάπου στην τανία: «Η νύχτα είναι πιο ασφαλής για τους τυφλούς».

Zama, της Lucrecia Martel
Μεταφρασμένος τίτλος: Ζάμα
Είδος: Δράμα
Διάρκεια: 115’

1
Μοιράσου το